Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

«Πρωτοχρονιάτικο»



"Πρωτοχρονιά 2015"

Αφιερωμένο στους μαθητές της Θεωρητικής Κατεύθυνσης της Γ΄ Λυκείου (και όχι μόνο).






Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές είχε ήδη ολοκληρωθεί η τρίτη ψηφοφορία για εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και είχε αναγγελθεί η προκήρυξη των εκλογών.
Ημερομηνία: 29 Δεκέμβρη 2014 και λίγο πριν αλλάξει ο χρόνος, η ανάγκη για καταφυγή μέσα στο αρχείο του Μουσείου, έντονη.
Ο προβληματισμός οικείος: όλα όσα ζούμε είναι καινοφανή, πρωτόγνωρα, σημεία των καιρών και των πολιτικών συσχετισμών ή τα έχουμε ξαναδεί και παλαιότερα;
Η στάση μου στην προθήκη του Ιωάννη Τσακασιάνου (1853-1908)[1], στην Αίθουσα Επιφανών Ζακυνθίων του Ισογείου του Μουσείου Σολωμού, με  έκανε ακόμα μια φορά πιο σοφή και για τούτο πιο ήρεμη και αποφασισμένη.


  


Σε αυτή εκτός από το κιάλι του, το μπαστούνι του, οικογενειακές φωτογραφίες, τεύχη από το «Ζακύνθιο Ανθώνα», εκδόσεις έργων του και μια απόδειξη από το εμπορικόν του που διατηρούσε επί της «Πλατείας του Ποιητού» (σημερινή Αγίου Μάρκου), το μονόπρακτο «μελοδραμάτιον» με τίτλο «Ο Κόντε – Σπουργίτης», Ζάκυνθος 1888, και δύο εκδόσεις για τις Πρωτοχρονιές του 1894 και 1896, με τον πρωτότυπο τίτλο «ΜΠΟΜΠΑ».


Ο ανατρεπτικός τους τίτλος με τράβηξε, καθώς ήθελα να δω τι ήταν αυτό που μπορούσε να χαρακτηρίζεται «μπόμπα» 120 χρόνια πριν από το σήμερα. Το γεγονός μάλιστα ότι γνώριζα ότι το ποίημά του «Του Σπουργίτη μπόμπα πρώτη, μποναμάς του πατριώτη», του 1894, που σατίριζε το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Χαρίλαου Τρικούπη[2], λίγο έλειψε να του στοιχίσει τη θέση του ως δημόσιος υπάλληλος, μεγάλωσε ακόμα περισσότερο την περιέργειά μου.
Και έτσι ξεκίνησε το στροβίλισμα μέσα από τους στίχους του στη μηχανή του χρόνου.

Εδώ παραθέτω μερικούς μόνο στίχους που τους βρήκα όχι μόνο επίκαιρους, αλλά και αρκετά γειωτικούς για το προεκλογικό κλίμα που θα ζήσουμε τις επόμενες μέρες.

 



Να ζω σα ζώο ή να μη ζω; Να ζω σα λωποδύτης
Βρώμιος[3], ταρκάσης[4], άτιμος, και συ σαν τραπεζίτης;
Να ζω και συ να με τρυγάς, να ζω να μ’ ινφαμάρης[5],
Να ζω και με το αίμα μου να παίζεις, να σπασάρεις[6];
Ή δυναμίτης να γενώ, μπόμπα,Βαγιάν, μπουρλότο,
Να κάψω Αυλαίς σου και Βουλαίς κι’ αφ’ το στερνό ως τον πρώτο;
Η Ελλάδα μας, μωρές σκυλιά, φαλίδα[7] να ψοφήσει;
Έως τα προχτές, μπιρμπάντιδες[8], δε λέατε πως ΘΑ ΖΗΣΕΙ;
Φόρους ε; …φόρους! κ’ έπειτα πούντο[9] ντι φαλιμέντο!_
Είσαι ή δεν είσαι, λόρδε κρουπ, παντιέρα ντι όνι βέντο[10];
…………………………………………………………….
Ω! ας έλειωνα στα ‘ρείπια σου, νησί μου γκρεμισμένο,
να μην ιδώ το Έθνος μου φαλίδο, ντροπιασμένο!
Μαράζι τώχα να σε ιδώ από κοντά, Πατρίδα,
μα κάλλιο ας ήθε’ τσακιστώ, παρά όπως τώρα σ’ είδα!
Ο Θεός σχωρέ σε Σολωμέ’ είδες εκεί εξυπνάδα!
πονούσε, μα δεν ήθελε να ιδεί ποτέ του Ελλάδα!
«Έλα, του λέγανε, να ιδείς τους άντρας μας, τ’ αρχαία’
κ’ εκείνος έλεε: νο σινιόρ[11], θα χάσω την ιδέα!
Ακούς μυστήριο;…μάνα του την ήθελε απ’ αλάργα[12]
πρόβλεπε πως θα πουληθεί κ’ η Ελλάς του σαν την Πάργα!
Δε θα φαντάσθει όμως ποτέ, όσο και αν ήτο αλούπι[13],
πως αφ’ το γιο  θα πουληθεί του Σπύρου του Τρικούπη.
…………………………………………………………..




         
 Σήμερα η Πατρίδα για την οποία ο Εθνικός μας Ποιητής πολέμησε με την πένα του, αλλά δεν ήθελε να πατήσει το πόδι του σ’ αυτή, γιατί φοβόταν μήπως χάσει κάθε ιδέα,  περνάει τα ίδια βάσανα.
Η προτροπή μας λοιπόν να επισκεφτούν οι Ζακυνθινοί το Μουσείο για να δουν ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται, με τις ίδιες αστοχίες και τους ανθρώπινους παραλογισμούς, και απώτερο στόχο να ηρεμήσουν και να απολαύσουν οικογενειακά την Πρωτοχρονιά τους, μακριά από τις πολωτικές προεκλογικές συμπεριφορές, που θα προσπαθήσουν να μας εμπλέξουν, προβάλει επιτακτική.
Η ευχή μας όμως απευθύνεται στους μαθητές της Γ΄Λυκείου, που φέτος θα δώσουν τη μάχη για την επιτυχία στις πανελλήνιες εξετάσεις και αυτό για δύο λόγους: αυτά τα νέα παιδιά είναι το μέλλον μας, αυτά τα παιδιά μπορούν να βγάλουν την Πατρίδα μας από τα αδιέξοδα (πραγματικά και φανταστικά) που έχουμε οδηγηθεί και είναι εκείνα που μπορούν να χαράξουν μια νέα πορεία, με γνώση και αγάπη για την Πατρίδα και την πικρή Ιστορία της.

Καλή και εγνωσμένη Χρονιά σε όλους!






[1] Ιωάννης Τσακασιάνος (1853-1908): Σατιρικός ποιητής από τους πιο δημοφιλείς. Ζούσε με το επάγγελμα του κουρέα. Έγραψε ωραιότατα πατριωτικά και ερωτικά ποιήματα και εξέδωσε θαυμάσιες ποιητικές συλλογές. Έγινε γνωστός σαν «Σπουργίτης» από σειρά ποιημάτων του με αυτό τον τίτλο. Συνεργάστηκε με πολλά φιλολογικά περιοδικά της εποχής του και μελοποίησε πολλά τραγούδια και το επίγραμμα του Σολωμού στην «Καταστροφή των Ψαρών». Το 1894 διορίζεται οικονομικός υπάλληλος και πεθαίνει τελώνης στο Ναύπλιο. Ο Διονύσης Ρώμας αναφέρεται στην προσωπικότητα του Τσακασιάνου στο θεατρικό του έργο «Ζακυνθινή Σερενάτα». Στο Μουσείο Σολωμού σώζεται το πιάνο του και αρκετά έργα του.
[2] «Kατά την περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από τον Χαρίλαο Τρικούπη, το όραμα για ένα σύγχρονο κράτος, το οποίο θα ήταν οικονομικά ανεπτυγμένο και ισχυρό στη διεθνή σκηνή, δεν πραγματοποιήθηκε. Παρά τη φορολογική επιβάρυνση των πολιτών, το κράτος οδηγήθηκε στην πτώχευση. Αστοί και διανοούμενοι απογοητεύονταν όλο και περισσότερο από τη γενικότερη κατάσταση και την αναποτελεσματικότητα του κράτους, το οποίο χαρακτηριζόταν από μια βραδυκίνητη γραφειοκρατία. ….Όλα αυτά οδήγησαν σε κρίση της εμπιστοσύνης προς τα κόμματα συλλήβδην. Οι άνθρωποι πίστευαν ότι οι θεσμοί και τα κόμματα δεν ήταν ικανά να υλοποιήσουν τις επιθυμίες τους»: πό το Σχολικό Εγχειρίδιο: «Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας Γ΄ Τάξη Γενικού Λυκείου, Θεωρητικής Κατεύθυνσης, σελ. 84-85».
[3] Βρώμιος= βρωμισμένος , ακάθαρτος
[4] Ταρκάσης = ο άπορος
[5] Ινφαμάρω=ατιμάζω (ινφάμες= ο άτιμος)
[6] Σπασάρω= διασκεδάζω, πηγαίνω σε περίπατο, αστεΐζομαι
[7] Φαλίδα= χρεοκοπημένη (φαλλίρω = χρεοκοπώ)
[8] Μπιρμπάντες= φαύλος, πανούργος, αισχρός, άξιος κάτεργου
[9] Πούντο= στιγμή
[10] παντιέρα ντ’ όνι βέντο =  ο αλλοπρόσαλλος, αυτός που εύκολα μεταβάλλει τις πολιτικές πεποιθήσεις του.
[11] Σινιόρ=κύριος
[12] Αλάργα= μακριά
[13] Αλούπι= πονηρός, πανούργος όπως η αλεπού

1 σχόλιο: