Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Μια Χριστουγεννιάτικη ερμηνεία σ’ ένα έργο που φυλάσσεται στο Μουσείο Σολωμού & Επιφανών Ζακυνθίων.



 "Χριστούγεννα 2014"


Οι εφετινές γιορτινές μέρες έχουν, πιστεύω, κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που δεν είχαν οι προηγούμενες. Φέρουν βαθιά χαραγμένα στο DNA τους την ανθρωπιστική, κοινωνική και αξιακή κρίση, που μνημόνια και πολιτικές αστοχίες, οδήγησαν νοικοκυραίους στα πρόθυρα της αυτοκτονίας, παιδιά να λιποθυμούν από την πείνα μέσα στις σχολικές τάξεις και ανθρώπους να σκαλίζουν στα σκουπίδια για να βρουν ένα κομμάτι ψωμί.
Και μη μου πείτε πως οι σκέψεις αυτές απορρέουν από πολιτικά προκατασκευασμένες  θεωρίες.
Λίγο τα μάτια μας ν’ ανοίξουμε, περιδιαβαίνοντας τη μικρή μας πόλη, την ώρα που τα super market και η λαϊκή αγορά κλείνουν, τότε που κάποιοι  είναι ελεύθεροι να σκαλίσουν τα σκουπίδια προς αναζήτηση του άρτου του επιούσιου και από την άλλη, να καθίσουμε να παρακολουθήσουμε τη γελοία, εξοργιστική και ανήθικη εικόνα του ελληνικού Κοινοβουλίου, θα προβληματιστούμε βαθιά, τόσο για τον χαρακτήρα που θα δώσουμε σαν άτομα στις εφετινές γιορτές, όσο και κυρίως για την επιβαλλόμενη ερμηνεία του μηνύματος των Άγιων Ημερών των Χριστουγέννων και του Δωδεκαημέρου.
Για το πρώτο δεν θα μπορούσα να σας δώσω εύκολη συνταγή. Επαφίεται στις δυνατότητες του καθενός μας, στις ευαισθησίες του, στο χαρακτήρα του, στις συνήθειές του και κατ’ επέκταση στις επιλογές του.
Για το δεύτερο όμως, για το μήνυμα των Άγιων Ημερών, έχω να σας προτείνω μια καλή ιδέα. Και αυτή δεν είναι άλλη από μια σταγόνα Ιστορίας, μια γεύση από κάποια περασμένα Χριστούγεννα, που ακόμα δονούν την ψυχή των ελάχιστων επιζώντων και για την οποία, στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες στήνονται ολόκληρες τελετές μνήμης.
Οδηγός μας γι’ αυτή την ιστορική αναδρομή με Χριστουγεννιάτικη ερμηνεία, ένα έργο που εκτίθεται στην Βιβλιοθήκη του Μουσείου Σολωμού & Επιφανών Ζακυνθίων, στην «Αίθουσα Σταύρος Σ. Νιάρχος».

Πρόκειται για το έργο με τίτλο: «Το Πανόραμα της Μάχης του Yser»  του Alfred Bastien (Le Panorama de la Bataille de l'Yser "Par A. Bastien - Région des Dunes, Nieuport, Boucle de Tervaete, Dixmude, Ypres"), με αριθμό καταγραφής Μ.Σ. 1997.7.270 και προέρχεται από τη δωρεά της Οικογένειας Χαριάτη στο Μουσείο το 1997[1].



























Το έργο αυτό παρουσιάζει το εκτεταμένο μέτωπο της μάχης που διεξήχθη στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο γύρω από τον ποταμό Yser, που ξεκινά από τη γαλλική Φλάνδρα (βόρεια Γαλλία), εισέρχεται στην βελγική επαρχία της Δυτικής Φλάνδρας και εκβάλλει στη Βόρεια Θάλασσα στην πόλη του Nieuwpoort. Κατά τη διάρκεια της Μάχης της Yser, στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο ποταμός πλημμύρισε σκόπιμα μεταξύ Nieuwpoort και Diksmuide προκειμένου να εμποδίσει την προώθηση του Γερμανικού Στρατού και να κρατήσει το δυτικό Βέλγιο ασφαλές από τη γερμανική κατοχή. 
      Η Μάχη της Yser ήταν μια μάχη που έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 1914 σε μήκος 35 χιλιομέτρων. Η πρώτη γραμμή κρατήθηκε από μια μεγάλη βελγική δύναμη που κατάφερε να σταματήσει την προέλαση των Γερμανών, αν και μόνο μετά από βαριές απώλειες. Επέτρεψε στο Βέλγιο να διατηρήσει τον έλεγχο μιας φέτας της επικράτειάς του, ενώ έκανε το βασιλιά Αλβέρτο ήρωα.
Η Μάχη αυτή ήταν μία μόνο σκηνή από το δράμα των Μεγάλων και Δυνατών που συνηθίζουν να παίζουν στην πλάτη των Μικρών και των Αδύναμων.
Και επειδή το παρόν άρθρο μπορεί (και ευχόμαστε) να πέσει και στα χέρια κάποιων μικρότερων, αξίζει μόνο και μόνο γι’ αυτούς να  θυμίσουμε ότι, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, επίσης γνωστός ως ο Μεγάλος Πόλεμος, ήταν μια γενικευμένη σύγκρουση των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων που διήρκεσε από τον Αύγουστο του 1914 ως τις 11 Νοεμβρίου 1918. Οι Ενωμένες Δυνάμεις, καλούμενες και Δυνάμεις της Αντάντ (κυρίως οι: Μεγάλη ΒρετανίαΓαλλία, από το 1915 η Ιταλία και ως τις αρχές του 1918 η Ρωσία και, από το 1917, οι ΗΠΑ) νίκησαν τις  Κεντρικές Δυνάμεις καλούμενες και Τριπλή Συμμαχία, (ΓερμανίαΑυστροουγγαρίαΟθωμανική Αυτοκρατορία και Βουλγαρία) και οδήγησαν αφενός στην κατάρρευση τεσσάρων αυτοκρατοριών και σε ριζικές αλλαγές στον χάρτη της Ευρώπης, από τον κατακερματισμό τους, αφετέρου στη μεγάλη Ρωσική Επανάσταση και σε τελική φάση στην δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών[2].
Τα θύματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ανήλθαν σε εννιά εκατομμύρια στρατευμένους και σε άλλους τόσους αμάχους, ξεπερνώντας συνολικά τα 18,5 εκατομμύρια ψυχές.
Όπως γράφει στο σπουδαίο βιβλίο του «Στην Ευρώπη. Ταξίδια στον 20ο αιώνα», ο Ολλανδός δημοσιογράφος Χέιρτ Μακ: «Στην Ευρώπη μια ολόκληρη γενιά σημαδεύτηκε από τον πόλεμο: 13 εκατομμύρια Γερμανοί πολέμησαν: 2 εκατ. σκοτώθηκαν (το 15,4 τοις εκατό του συνολικού πληθυσμού), 7,8 εκατομμύρια Γάλλοι: 1,3 εκατ. σκοτώθηκαν (το 16,8 τοις εκατό), 5,7 εκατομμύρια Βρετανοί: 0,7 εκατ. σκοτώθηκαν (το 12 τοις εκατό), 0,35 εκατομμύρια Βέλγοι: 0,038 εκατ. σκοτώθηκαν (το 10,8 τοις εκατό), 15,7 εκατομμύρια Ρώσοι: 1,8 εκατ. σκοτώθηκαν (το 11,5 τοις εκατό), 9 εκατομμύρια Αυστριακοί – Ούγγροι: 1,1 εκατομ. σκοτώθηκαν  (το 12,2 τους εκατό),  0,75 εκατομμύρια  Σέρβοι: 0,28 εκατ. σκοτώθηκαν (το 37,1 τοις εκατό). Από τα τρία εκατομμύρια Τούρκων που είχαν ακολουθήσει το ταμπούρλο που τους πήγαινε στον πόλεμο, 800.000 δεν επέστρεψαν, δηλ. πάνω  από το ένα τέταρτο. Σε αμέτρητες ευρωπαϊκές οικογένειες, για δεκαετίες, δεν μπορούσε να γίνει ούτε λόγος πια για φυσιολογική οικογενειακή ζωή. Μόνο στη Γερμανία έμειναν πίσω μισό εκατομμύριο χήρες πολέμου: οι περισσότερες δεν θα ξαναπαντρεύονταν ποτέ. Στο μέσο γαλλικό χωριό ένας στους πέντε νέους άντρες είχε σκοτωθεί….[3]
Για τη δική μας χώρα τα αποτελέσματα είναι πιο γνωστά με τη Μικρασιατική Καταστροφή και όχι μόνο.
Η επέτειος της λήξης του Μεγάλου Πολέμου εορτάζεται από το 1919 στις 11 Νοεμβρίου σε πολλές χώρες (Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Καναδά, Νότια Αφρική, Μάλτα, Γαλλία κ.λπ.) και λέγεται «Μέρα της Μνήμης» (Remembrance Day). Το σύμβολο της ημέρας είναι η παπαρούνα (poppy), γιατί παπαρούνες φύτρωσαν στα πεδία της μάχης στη Φλάνδρα μετά το τέλος του 1ου Παγκόσμιου Πόλεμου. Μία εβδομάδα πριν τις 11 Νοεμβρίου, όποιος ενδιαφέρεται να συμμετέχει, μπορεί να αγοράσει με ένα συμβολικό ποσό μια χάρτινη παπαρούνα από πλανόδιους πωλητές. Την παπαρούνα τη φοράνε καρφιτσωμένη σε σακάκια, καπέλα και τσάντες. Τα χρήματα που μαζεύονται πάνε σε γέρους στρατιώτες, απόμαχους των δύο παγκοσμίων πόλεμων.


Το 11 είναι συμβολικό νούμερο, γιατί στις 11 Νοεμβρίου 1918 στις 5 το πρωί υπογράφτηκε η εκεχειρία στο Compiègne της βόρειας Γαλλίας, και έξι ώρες αργότερα, στις 11 το πρωί, σταμάτησαν οι εχθροπραξίες. Έτσι την 11η μέρα του 11ου μήνα του χρόνου, στις 11 το πρωί, τηρούν συμβολική σιγή 2 λεπτών σε όλη τη Μεγάλη Βρετανία[4]. Όταν πέφτει μέσα στην εβδομάδα, η σιγή γίνεται ανήμερα, ενώ οι υπόλοιποι εορτασμοί την δεύτερη Κυριακή του μήνα.

Επειδή φέτος συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από το Μεγάλο Πόλεμο, η γιορτή πήρε ακόμα μεγαλύτερη επισημότητα με την τεράστια εγκατάσταση (installation) του καλλιτέχνη Πολ Κάμινς (Paul Cummins)[5]. Σε σχετικό μνημείο στην τάφρο του Πύργου του Λονδίνου, στήθηκαν περισσότερες από 888.246 κεραμικές παπαρούνες, μία για κάθε στρατιώτη της Βρετανίας και της Κοινοπολιτείας που έχασε τη ζωή του κατά τη διάρκεια του πολέμου που ξεκίνησε πριν από έναν αιώνα. Ο σκηνογράφος Τομ Πάιπερ (Tom Piper) βοήθησε τον Κάμινς να υλοποιήσει το όραμά του, μαζί με μία ομάδα οκτώ χιλιάδων εθελοντών που τοποθέτησαν τα κεραμικά άνθη στις θέσεις τους[6]. Ο πλήρης τίτλος της εγκατάστασης είναι: «Blood Swept Lands and Seas of Red» (αιματοβαμμένα εδάφη και άλικες θάλασσες)[7].

Μια άλλη σκηνή του δράματος που σχετίζεται με το έργο του Μουσείου, αλλά και με το θέμα του άρθρου μας είναι η Χριστουγεννιάτικη εκεχειρία που έλαβε χώρα τα Χριστούγεννα του 1914. Πάνω από ένα εκατομμύριο στρατιώτες αψήφησαν τις εντολές των ανωτέρων τους, βγήκαν από τα χαρακώματα, ευχήθηκαν ο ένας στον άλλον «Καλά Χριστούγεννα» και έπαιξαν ποδόσφαιρο στην πιο αυθόρμητη ανακωχή της παγκόσμιας Ιστορίας.
   Οι περισσότερες μπάλες που χρησιμοποιήθηκαν ήταν αυτοσχέδιες, από άχυρο δεμένο με σπάγκο ή άδεια κονσερβοκούτια. Το ίδιο πρόχειρα ήταν και τα τέρματα, για τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ξύλα, χλαίνες και κράνη. Άλλα ματς διεξάγονταν με 50 παίκτες και άλλα με 10 και διαρκούσαν περίπου μία ώρα. Οι στρατηγοί και από τις δυο μεριές χαρακτήρισαν αυτή την αυθόρμητη ειρήνη ως προδοσία και όσους συμμετείχαν τους έστειλαν υπόλογους στο στρατοδικείο[8].
     Με πολύ τρυφερό τρόπο ο Γάλλος σκηνοθέτης Christian Carion στην ταινία του «Joyeux Noël» (Καλά Χριστούγεννα), του 2005, παρουσιάζει τη συγκινητική αυτή ιστορία .

      Πριν από λίγες μέρες στις 18 Δεκεμβρίου, Βρετανοί και Γερμανοί στρατιώτες, πήραν μέρος σε αγώνα ποδοσφαίρου, αναβιώνοντας τον αγώνα που έγινε κατά την διάρκεια της εκεχειρίας, λόγω Χριστουγέννων στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο [9].  Η χριστουγεννιάτικη εκεχειρία ήταν μια σύντομη, αλλά τόσο δυνατή έκρηξη αγάπης, ανθρωπιάς και ειρήνης στην καρδιά του Μεγάλου Πολέμου και το πεδίο που έλαβε χώρα μπορούμε να το θαυμάσουμε στο έργο του Alfred Bastien (1873 - 1955), που φυλάσσεται στο Μουσείο, αφού ο Βέλγος καλλιτέχνης που το φιλοτέχνησε, έζησε από κοντά, ως πολεμικός ζωγράφος και στρατιώτης τα γεγονότα. Ο Bastien παρακολούθησε την Ακαδημία Royale des Beaux-Arts στη Γάνδη, όπου σπούδασε ζωγραφική με τον Jean Delvin. Στη συνέχεια εγγράφεται στην Académie Royale des Beaux - Arts στις Βρυξέλλες, όπου σπούδασε με τον Jean - François Portaels. Κέρδισε το Βραβείο Godecharlethere, το 1897. Ταξίδεψε στο Παρίσι, όπου φοίτησε στην École des Beaux - Arts. 
 Ήταν στο Παρίσι, όταν ξέσπασε ο  Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος.
Τον Οκτώβριο του 1914, κατατάχτηκε εθελοντικά στο βελγικό στρατό. 
Μεταφέρθηκε στο «Τμήμα Artistique» στο Νιούπορτ, το οποίο παρουσιάζει στο έργο του Μουσείου Σολωμού.  
Από το 1915 και μετά, έκανε πολλά σχέδια και σκίτσα της γραμμής του πολέμου, από την πλευρά του Βελγίου στον ποταμό Yser. Το βρετανικό περιοδικό «Εικονογραφημένο Νέα του Πολέμου», μεταξύ άλλων δημοσίευαν τακτικά τη δουλειά του.
       Το 1917, μετά την προσωπική αίτηση του Λόρδου Beaverbrook, στη συλλογή του οποίου ανήκουν αρκετοί  πίνακές του, αποσπάστηκε στο καναδικό στρατό μέχρι το Σεπτέμβριο του 1918, διάστημα κατά το οποίο παρήγαγε πολλά έργα τέχνης, που σχετίζονται άμεσα με την καναδική εμπειρία του πολέμου.
       Μετά τον πόλεμο, ο Alfred Bastien ζωγράφισε ένα μεγάλο Πανόραμα της Μάχης του Yser, ένα έργο το οποίο είχε προγραμματιστεί από το 1914 και το οποίο, είχε παραγγελθεί σε αυτόν από το βασιλιά Αλβέρτο. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στο βελγικό στρατό, ο Bastien έκανε πολλά σκίτσα, σχέδια και φωτογραφίες, που αργότερα τα ενσωμάτωσε στο ίδιο το Πανόραμα.  
       Το αυθεντικό έργο «Panorama de l' Yser» έχει διαστάσεις 115 μέτρα μήκος και 14 μέτρα ύψος και αρχικά παρουσιάστηκε στις Βρυξέλλες. Το έργο που βρίσκεται στο Μουσείο έχει μήκος 3,5 μέτρα και ύψος 0,45[10].
       Η σπουδαιότητα του αυθεντικού φαίνεται από το γεγονός ότι  στα μέσα της δεκαετίας του 1920, κατασκευάστηκε στην Οστάνδη, στο Βέλγιο, ένα μόνιμο κτίριο για να στεγάσει το Πανόραμα. Η μετακίνηση του Πανοράματος από τις Βρυξέλλες στην Οστάνδη ήταν για να κερδίσει ένα μέρος του βρετανικού τουρισμού η πόλη, δεδομένου ότι οι περισσότεροι Βρετανοί έρχονταν για να επισκεφθούν συγγενείς τους εκεί που έπεσαν στον Πόλεμο. Το Πανόραμα άνοιξε στην Οστάνδη το 1926.
       Οικονομικά υπήρξε μεγάλη επιτυχία, τόσο για τον Bastien, ο οποίος έλαβε ένα τεράστιο ποσό για την ζωγραφική, όσο και  για την πόλη της Οστάνδης. Η αρχική επένδυση αποπληρώθηκε πολλές φορές, από τα τέλη εισόδου και από τις  καρτ-ποστάλ και τις εκτυπώσεις. Μία από αυτές είναι και αυτή που φυλάσσεται στο Μουσείο Σολωμού & Επιφανών Ζακυνθίων.
       Στην έκθεση των Βρυξελλών, μέχρι το 1925, υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 800.000 άνθρωποι το επισκέφθηκαν, μεταξύ των οποίων πολλοί από τους εστεμμένους της Ευρώπης, πρόεδροι ξένων κρατών και αυτοκράτορες, όπως φαίνεται  από τις ειδήσεις των μέσων ενημέρωσης της εποχής.
       Κατά τη συμπλήρωση ενός έργου τέτοιων διαστάσεων, είναι προφανές ότι Bastien δεν μπορούσε να τα κάνει όλα μόνος του. Αρκετοί από τους συναδέλφους καλλιτέχνες από το «Τμήμα Artistique» συμμετείχαν σε αυτό το μεγάλο έργο. Η αρχική σχεδίαση με κάρβουνο πήρε περίπου μία εβδομάδα για να ολοκληρωθεί, ενώ η ζωγραφική και το βερνίκωμα πήρε ένα χρόνο. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στα εφέ φωτισμού, προκειμένου να δημιουργηθεί μια πιο πιστευτή οφθαλμαπάτη.
        Εκτός από το διάσημο «Panorama de l' Yser», ο Bastien δημιούργησε επίσης ένα μικρότερου μεγέθους «Panorama de la Bataille de la Meuse» το 1937, το οποίο παρουσιάζει σκηνές από τις μάχες στη Namur και την ακρόπολη του Dinant κατά τον Αύγουστο του 1914. Μέρος αυτής απεικόνιζε την σφαγή των Βέλγων πολιτών στο Dinant, τον Αύγουστο του 1914, γι’ αυτό και το έργο σκόπιμα καταστράφηκε από τις γερμανικές αρχές κατά τη διάρκεια της κατοχής 1940-1944 .
       Το «Panorama de l' Yser » υπέστη σοβαρές ζημιές το 1940 κατά τη διάρκεια ενός βομβαρδισμού από τα Βρετανικά αεροσκάφη. Το μουσείο ήταν κλειστό κατά τη διάρκεια του πολέμου και η ζωγραφική εκτέθηκε σε κάθε είδους δυσμενείς καιρικές συνθήκες.
        Το 1951 το έργο μεταφέρθηκε στο Βασιλικό Μουσείο του Στρατού στις Βρυξέλλες, όπου ξεκίνησε μια προκαταρκτική αποκατάσταση. Στη συνέχεια εκτέθηκε στο Μουσείο Στρατού μέχρι το 1980. Τώρα παραμένει στην αποθήκη, εν αναμονή περαιτέρω αποκατάστασης και οριστικού προορισμού[11].
       Τα στοιχεία για το αυθεντικό έργο τα άντλησα από το διαδίκτυο στις ιστοσελίδες που αναφέρονται στις υποσημειώσεις του παρόντος άρθρου. Ωστόσο το δικό μας αντίγραφο μπορούμε να το θαυμάσουμε στη Βιβλιοθήκη του Μουσείου Σολωμού.
     Και μέσα από τους καπνούς και τα νεκρά σώματα ενός πολέμου που αιματοκύλησε την Ευρώπη και τον πλανήτη μας 100 χρόνια πριν, ας ευχηθούμε, οι κόκκινες παπαρούνες των Φλαμανδικών πεδίων μάχης και η Χριστουγεννιάτικη εκεχειρία του 1914, να μας εμπνεύσουν για να σταθούμε στο ουσιαστικό, στο ανθρώπινο, στο πνευματικό, σ’ αυτό που όλοι καταλαβαίνουμε και χρειαζόμαστε.
    Ίσως έτσι κάνουμε κι εμείς τη δική μας εκεχειρία και σταματήσουμε να ανεχόμαστε τους Δυνατούς της Γης που μας έχουν οδηγήσει στα πιο κρύα Χριστούγεννα των τελευταίων χρόνων.

     Καλά και φωτισμένα Χριστούγεννα σε όλους!





[1] Τα έργα της Συλλογής Χαριάτη, που βρίσκονται σήμερα στο Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων, ήρθαν στους κόλπους του, σε τρεις διαφορετικές χρονικές περιόδους: το 1981, το 1991 και το 1997. Πρώτα ήρθε στο Μουσείο η έγχρωμη λιθογραφία με αριθμό καταγραφής Μ.Σ. 1981.7.214, με θέμα "Η Μάχη της Σιάτιστας, υπό τον γενναίον Α. Ρώμα", δωρεά της Οικογένειας Θεοδώρου Ε. Χαριάτη. Το έργο αυτό έχει αναρτηθεί δίπλα στην Προσωπογραφία του Αλέξανδρου Ρώμα. Κατόπιν ήρθε στη Συλλογή του Μουσείου η γκραβούρα με αριθμό καταγραφής Μ.Σ.1991.7.216 και θέμα " Ο Θάνατος του Βέλγου ανατόμου Ανδρέα Βεζάλ".  Το έργο αυτό δωρίθηκε στο Μουσείο από την Ειρήνη Πραμαντιώτη- Χαριάτη και το γιο της Άθη, στη μνήμη του συζύγου και πατέρα Θεοδώρου Ε. Χαριάτη, με τη συμπλήρωση ενός έτους από το θάνατό του.  Το 1997 τέλος, έγινε η μεγάλη δωρεά της Ειρήνης και του Άθη Χαριάτη στη μνήμη Θεοδώρου Χαριάτη, η οποία περιλαμβάνει 35 έργα: χαρακτικά, σκίτσα, τυπογραφημένα φύλλα, έγχρωμες λιθογραφίες και λιθογραφημένες αφίσες, προερχόμενα είτε από δημοπρασίες έργων τέχνης από το εξωτερικό είτε από τη Συλλογή του Δημοσθένη Κ. Πραμαντιώτη, πατέρα της Ειρήνης Θ. Χαριάτη.
[3] Χέιρτ Μακ, Στην Ευρώπη. Ταξίδια στον 20ο αιώνα, εκδ. Μεταίχμιο 2007, σελ. 124


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου