Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017

Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος μέσα από τα μάτια των εικαστικών στο πέρασμα του χρόνου.


Στο σύντομο χρόνο που είχα στη διάθεσή μου να ετοιμάσω την παρούσα εισήγηση, δεν πρόλαβα να προβληματιστώ για το θέμα που θα σας ανέπτυσσα, καθώς μέσα στις αυξημένες υποχρεώσεις μου ως μέλος της Οργανωτικής Επιτροπής, ο προβληματισμός θα αποτελούσε σπατάλη χρόνου εις βάρος της προσωπικής σχέσης που έχω αναπτύξει με το τιμώμενο πρόσωπο, από την εποχή κιόλας που κατέγραφα το μουσειακό υλικό του Μουσείου Σολωμού & Επιφανών Ζακυνθίων (1991), το αρχειακό υλικό του Μουσείου Ξενόπουλου (1998) και συμμετείχα σε δημοσιεύσεις (στα Επτανησιακά Φύλλα, Αφιέρωμα στο Γ.Ξ., τόμος ΚΛ, 3-4, Φθινόπωρο – Χειμώνας 2001, Ζάκυνθος, στο Λογοτεχνικό Ιστορικό & Λαογραφικό Ημερολόγιο «Ζάκυνθος» 2001 & 2002, επιμέλεια Διονύσης Ν. Μουσμούτης, στον  τιμητικό τόμο  «Φιόρα Τιμής» για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό, Ζάκυνθος 2009 για τα χειρόγραφα του Γρηγορίου Ξενόπουλου από τη "δωρεά Σταματίου Δέγλερη" στο αρχείο του Μουσείου Σολωμού & Επιφανών Ζακυνθίων), σε ανακοινώσεις στον τοπικό τύπο («Τέσσερα Γράμματα από τα Χιονισμένα βουνά της Αλβανίας και μια διαχρονική Αθηναϊκή Επιστολή του Γρηγορίου Ξενόπουλου, από το Αρχείο του Μουσείου Γρηγορίου Ξενοπούλου», -«ΕΡΜΗΣ», 28/10/1999,  «Η έκθεση για τα 50 χρόνια από το θάνατο του Γρ. Ξενόπουλου στο Μουσείο Σολωμού», «ΗΜΕΡΑ ΤΣΗ ΖΑΚΥΘΟΣ», 20/11/2001) και σε ομιλίες (Ο προσκοπισμός μέσα στο έργο  του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Ομιλία στην Ομάδα Συνεργασίας Παλαιών Οδηγών Ζακύνθου, Αίθουσα της Λέσχης «Ο Ζάκυνθος», Σάββατο 28 Γενάρη, 2012).


Επέλεξα λοιπόν μέσα στο διάστημα των 16 χρόνων που μεσολάβησαν από το συνέδριο με θέμα «Γρηγόριος Ξενόπουλος: 50 χρόνια μετά το θάνατό του… Συμβολή στην έρευνα του έργου του», που διοργάνωσε η Εταιρία Μελέτης, Έρευνας και Προαγωγής Πολιτισμού «Πλατύφορος», σε συνεργασία με το Κέντρο Μελέτης και Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου και το Ελληνικό Pen Club, στο νησί μας, από 16-18 Νοεμβρίου 2001, να συμπληρώσω την παλαιότερη ανακοίνωσή μου, με θέμα: «Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος μέσα από την εικόνα και το βλέμμα του εικαστικού καλλιτέχνη», αισθανόμενη απόλυτα ευγνώμων για τη συμμετοχή στις δύο σημαντικές επετείους του συγγραφέα στο νησί μας και εξετάζοντας την αλλοτινή μου προβληματική.

Από την άλλη, η Έκθεση Ζωγραφικής, με θέμα "Γρηγόριος Ξενόπουλος: 150 χρόνια από τη γέννησή του", που φιλοξενείται μέχρι 30 Δεκέμβρη στο Μουσείο Σολωμού & Επιφανών Ζακυνθίων και οργάνωσε η Περιφερειακή Ενότητα Ζακύνθου, με διευκόλυνε, με προκάλεσε και αν θέλετε με έκανε να ξανασκεφτώ τα συμπεράσματα της προ δεκαεξαετίας τοποθέτησής μου αναφορικά με τον τρόπο που οι εικαστικοί αποτυπώνουν τη μορφή του.
   Οι αλλοτινές παραδοχές ωστόσο: «ότι η όραση έρχεται πριν από τις λέξεις και ποτέ μα ποτέ δεν μπορεί να ταυτιστεί το εικαστικό δημιούργημα με την περιγραφή του», και: «ότι ο καθένας από μας βλέπει πάντα με τον τρόπο που θέλει να δει», είναι διαχρονικές και με βγάζει από τη δύσκολη θέση να σας παρουσιάσω τα καινούργια έργα που φιλοτεχνήθηκαν με θέμα τον Γ.Ξ. ξεκομμένα από την υποκειμενική σας πρόσληψη.
Αναζητώ ωστόσο τις γέφυρες με εκείνα τα έργα, προσπαθώντας παράλληλα να διερευνήσω το βαθμό επιρροής του Ξ. σήμερα στον ιδιαίτερο χώρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, αλλά και το κατά πόσο εκείνα τα έργα τέχνης αποτέλεσαν την απαρχή για τα σημερινά.
Έτσι θα προσπαθήσω να σας τα παρουσιάσω συγκριτικά, καταλύοντας σχολές, τεχνικές και γιατί όχι και ηλικιακές διαφορές και εκφραστικές αδυναμίες των επιμέρους έργων. Θα σας δείξω λοιπόν έργα χαρακτικής, ζωγραφικής, σχέδια, και γελοιογραφίες, αναφέροντάς σας ονομαστικά τους τότε και σήμερα εικαστικούς, εξαιρώντας την γλυπτική, που είχα παρουσιάσει τότε, καθώς στην τρέχουσα έκθεση δεν υπάρχει έργο που να ανήκει σ’ αυτή την έκφανση της εικαστικής  γλώσσας. (Το ανάτυπο βέβαια είναι στη διάθεση όποιου ενδιαφέρεται να γνωρίσει ποιους γλύπτες είχα εντοπίσει τότε, αλλά και η ηλεκτρονική μορφή της εισήγησης).
Τύχη αγαθή η επανεμφάνιση της Χαρακτικής στην Έκθεση μέσα από τη χθεσινή κιόλας δωρεά του κ. Διονύση Σέρρα προς το Μουσείο.
                                                  Πρόκειται για την ίδια χαρακτική απεικόνιση, αλλά σε μικρότερη διάσταση (73χ49 εκ. με το πλαίσιο), που είχε παρουσιαστεί στην προηγούμενη ανακοίνωση από το Μουσείο Ξενόπουλου, την οποία η ίδια είχε δωρίσει το 1999. Εκείνη είχε Νο 386, 1/20, και είναι έργο ενυπόγραφο.
Η Άρια Κομιανού-Κατσιρέα (1938-2015) ανήκει στη γενιά, που η χαρακτική στην Ελλάδα ανοίγεται σε νέες κατευθύνσεις. Από το 1958 μέχρι το 1960 μαθήτεψε κοντά στον Π. Σαραφιανό, ενώ από το 1960-1964 σπούδασε στην Α.Σ.Κ.Τ. χαρακτική με τον Κ Γραμματόπουλο. Στα έργα της, η χαρακτική δεν είναι πλέον «φυλακισμένη» στις μικρές και μεσαίες διαστάσεις. Η προσωπογραφία του Ξενόπουλου έχει σαν αφετηρία της τη γνωστή ρεαλιστική απεικόνιση, δεν σταματά όμως σ’ αυτή.
Η χαράκτρια παίζοντας με το άσπρο - μαύρο, κάνει ένα σουρεαλιστικό παιχνίδι με το χρώμα και καταφέρνει να εμψυχώνει τα σχήματα, κάνοντας τα να ξεπηδούν δυνατά. Επιβάλλει με τον τρόπο της τη μορφή του συγγραφέα Ξενόπουλου, σαν να θέλει να αποτρέψει οποιαδήποτε αντίρρηση πάνω στο θέμα αυτό. Ο Ξενόπουλος είναι συγγραφέας, ζει από τα γραφτά του, στηρίζεται σ’ αυτά, αναπνέει και ζει μέσα τους, και νυν και αεί. Η ατμόσφαιρα είναι ποιητική, ο χώρος ακαθόριστος, η αντίθεση άσπρου-μαύρου τονίζει τον εξπρεσιονισμό της μορφής του. Όπως ανέφερα η Κομιανού ήταν μαθήτρια του Κώστα Γραμματόπουλου. Εδώ βλέπουμε το 
χαρακτικό του Γραμματόπουλου που κόσμησε το εξώφυλλο της Νέας Εστίας, στο αφιέρωμα για τον Ξενόπουλο, το 1951. Η έκδοση προέρχεται από τη Βιβλιοθήκη του Μ.Σ.& Ε.Ζ. Ο Γραμματόπουλος με σπουδές χαρακτικής στην Α.Σ.Κ.Τ. κοντά στο Γ. Κεφαλληνό και ζωγραφικής στο Παρίσι, έχει εικονογραφήσει με ξυλογραφίες περισσότερες από εκατό εκδόσεις. Στο έργο του διακρίνονται οι σπουδές του στη ζωγραφική. Καταφέρνει να δώσει τη μορφή του Ξενόπουλου με μαλακές γραμμές, τρυφερότητα και γλύκα. Στο έργο αυτό διακρίνουμε τις απαρχές για τα αφηρημένα σχήματα, που είναι έτοιμος να καλλιεργήσει αργότερα, εξυψώνοντάς τα σε λυρικά σύμβολα με βάση μια κυβιστική αντιμετώπιση της πραγματικότητας, συμβάλλοντας κυρίως στη διαμόρφωση της έγχρωμης ξυλογραφίας.
Το χαρακτικό του Κώστα Γραμματόπουλου, του προικισμένου μαθητή του Γιάννη Κεφαλληνού, αξιοποίησε ζωγραφικά, με γνώση και μεράκι, η ζωγράφος Ελένη Γούναρη, στο πρόγραμμα του Συνεδρίου του ΠΛΑΤΥΦΟΡΟΥ (16-18 Νοεμβρίου 2001). Τα σκίτσα αυτά δώρισε η εικαστικός στο Μουσείο μετά το τέλος της ατομικής της έκθεσης με τίτλο: «ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ», που πραγματοποιήθηκε πέρυσι τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο και αποτελούν τώρα μέρος της μόνιμης συλλογής του Μουσείου.

Το πορτραίτο του Γρηγορίου Ξενόπουλου, που κοσμεί το κάλυμμα και το εξώφυλλο του βιβλίου «Αθανασία κι’ άλλα 24 διηγήματα (1924-1943), έκδοση «Οι Φίλοι του Βιβλίου», που τυπώθηκε το Σεπτέμβρη του 1944, είναι έργο και ξυλογράφημα του χαράκτη και ζωγράφου Δημητρίου Γιαννουκάκη, (1898-1991), που είχε και όλη την καλλιτεχνική επιμέλεια του βιβλίου. Ο Γιαννουκάκης, που σπούδασε ζωγραφική και χαρακτική στην Α.Σ.Κ.Τ. της Δρέσδης και στις Ecoles Libres του Παρισιού, εικονογράφησε πολλά βιβλία και χάραξε γραμματόσημα. Χρησιμοποιώντας με απόλυτη ασφάλεια στοιχεία του ρεαλισμού, μας έδωσε έναν Ξενόπουλο που χαρακτηρίζεται από πυκνή έκφραση και λιτή γραμμή. 
Τα τρία σχέδια με μολύβι της Άριας Κομιανού που δώρισε ο Διον.Σέρρας στο Μ.Σ.&Ε.Ζ., αναπλάθουν τα διδάγματα των δασκάλων της και με μεγάλη πλαστική ποιότητα εμπνέουν τα έργα των νεώτερων δημιουργών. Αυτά τα χαρακτικά και σκίτσα, επηρεάζουν με ελεύθερο μιμητικό ύφος τα έργα των μαθητών, που μετά την επίσκεψή τους στο Μουσείο για το εκπαιδευτικό πρόγραμμα που εκπονείται από το Νοέμβριο, μας κατέθεσαν στα πλαίσια της Έκθεσης.

      
       Και πιστέψτε με, δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά μετά την ολοκλήρωση της επίσκεψης στο Μουσείο, από την καταγραφή της εμπειρίας των παιδιών μέσα στην τάξη. Με την καθοδήγηση εμπνευσμένων εκπαιδευτικών, τα παιδιά έφτιαξαν έργα πραγματικά αξιόλογα, ολοκληρώνοντας έτσι την μελέτη του έργου του μεγάλου δημιουργού. Ευχαριστίες οφείλω εδώ στους εκπαιδευτικούς Μαρία Καμπίτση, Γιάννη Μπρούζο και Βάσω Σταθοπούλου, που μέσα από την δική τους προτροπή, οι μαθητές απέδωσαν την δική τους άποψη για τη μορφή του σπουδαίου λογοτέχνη.

Στο "Αναμνηστικόν Τεύχος για την Θεατρική Τριακονταετηρίδα του Γρηγορίου Ξενόπουλου 1895-1925", της Εταιρίας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, στη σελ. 67, ο γελοιογράφος Αντώνης Βώττης, αποδίδει προφίλ το συγγραφέα με παραμορφωμένη μύτη, το χαρακτηριστικό μουστάκι και τα γυαλάκια. Ο Βώττης (1890-1970), θεατρικός συγγραφέας και σκιτσογράφος, πρωτοεμφανίστηκε το 1912. Σημαντική είναι και η προσφορά του στην παιδική λογοτεχνία με τη συγγραφή και εικονογράφηση πεζών και έμμετρων κειμένων για παιδιά.
          Μη μου πείτε ότι το συγκεκριμένο κολάζ των παιδιών δεν έχει επηρεαστεί από αυτή τη γελοιογραφία του Βώττη; Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι το εκπαιδευτικό πρόγραμμα στο Μουσείο ολοκληρώνεται με επίσκεψη στη Βιβλιοθήκη και το Αρχείο, όπου τα παιδιά βλέπουν παλιές εκδόσεις έργων του Ξενόπουλου και χειρόγραφά του από τη δωρεά Σταματίου Δέγλερη.
Εδώ βλέπετε την αφιέρωση στην "Θεατρική Εκατονταετηρίδα": "Του αγαπητού μου Μ. Σιγούρου/ μ’ όλη μου την ευγνωμοσύνη/ για την πολύτιμη συμμετοχή/ Γ.Ξενόπουλος/ Αθήναι 1925» και την αφιέρωση από το εσώφυλλο του μυθιστορήματος «Λάουρα, το κορίτσι που σκοτώνει», εκδ. οίκος «Ελευθερουδάκης», εν Αθήναις 1921: «Του αγαπητού μου φίλου/ Μαρίνου Σιγούρου/ Καλό ταξείδι!/ Γ. Ξενόπουλος/ Πάσχα 1921». Στη «Λάουρα» δημοσιεύεται και ένα πορτραίτο του Ξενόπουλου από τον Μίκη Ματσάκη.
Ο Μίκης Ματσάκης, ήταν ζωγράφος και αγιογράφος (1900-;). Σπούδασε στο Παρίσι (1921-1927) και στο Μόναχο. Στο έργο του καταπιάνεται με τα πιο διαφορετικά θέματα, κυρίως όμως παρουσιάζει  ελληνικά τοπία και θάλασσες.
Στην προσωπογραφία του ο Ξενόπουλος παρουσιάζεται σοβαρός, προσηλωμένος στις σκέψεις του. Ίσως τον απασχολούν και τα πάγια οικονομικά του προβλήματα, όπως φαίνεται από την αλληλογραφία που έχει με την κόρη του Ευθαλία, από το αρχείο του Μουσείου Γρηγορίου Ξενόπουλου που μέρος της δημοσιεύετηκε στον ΚΑ’ τόμο, τεύχος 3-4 των «Επτανησιακών Φύλλων», με τίτλο: «Ανέκδοτες επιστολές και σημειώματα του Γρ. Ξενόπουλου προς την κόρη του Ευθαλία Ξενοπούλου-Νατσίου».

       Από τη «Λάουρα» είναι εμπνευσμένο το έργο του Γιώργου Μπράτη, για την οποία ο Ξ. στον πρόλογό του σημειώνει: «Πολλές στον κόσμο προδόθηκαν, όπως η Λάουρα από το Φρέντο της, μα λίγες σκότωσαν με το χέρι τους τον προδότη. Ε, αυτές βέβαια πρέπει να ‘χουνε κάτι το ιδιαίτερο. Και το ιδιαίτερο αυτό προσπάθησα να προσδιορίσω με την ψυχογραφία της Λάουρας. Το κατάφερα; Αυτό εγώ δεν μπορώ να το ξέρω. Η εντύπωση του αναγνώστη θα το κρίνει. Αν μάθω όμως πως το κατάφερα, έστω και λίγο, η χαρά μου και η καύχηση θα είναι μεγάλη, γιατί όσο κι αν εκτιμώ την ηθογραφία, όσο κι αν τη θεωρώ βάση και θεμέλιο κάθε γνήσιου θεατρικού έργου, την ψυχογραφία όμως τη βάζω πολύ πιο ψηλά, γιατί αυτή κυρίως μου φαίνεται η ουσία και ο σκοπός –ο καλλιτεχνικός πάντα σκοπός του μυθιστοριογράφου».
Το έργο του Γιώργου Μπράτη, με σπουδές στον Καναδά πάνω στον εξπρεσιονισμό, αποδίδει με την τεχνική που επιλέγει την ψυχογραφία που αποζητά ο Ξενόπουλος, δίνοντας ένα έργο με ιδιότυπο ύφος, που ανήκει στην πρωτοπορία των κινημάτων του 20ου αι.

Το ίδιο επιχειρεί και με το έργο του «Ελεημοσύνη», που είναι εμπνευσμένο από τους «Πρόσφυγες» του Ξενόπουλου. Ο πολιτικό – κοινωνικός προβληματισμός του καλλιτέχνη, θίγει ένα επίκαιρο ζήτημα της εποχής μας, αναδεικνύοντας τον Ξ. διαχρονικό ακόμα μια φορά και θυμίζοντάς μας και άλλα μυθιστορήματά του, όπως η «Η Σμυρνιά».

          Σε παραπλήσιο κλίμα κινείται και ο Ανίκητος Γιαννούδης, που γεννημένος στην Κύπρο το 1974, σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητή τον κ. Δ. Μυταρά και παράλληλα, σπούδασε Βυζαντινή τέχνη, Σκηνογραφία και Χαρακτική. Στο έργο του, που θυμίζει τα έντονα χρώματα του Ρουώ και του Βαν Γκογκ, η έντονη εσωτερική δράση από τα μυθιστορήματα, διαπερνά το πορτραίτο του λογοτέχνη, ο οποίος δονείται με χρώμα και φως, σπάζοντας τα περιγράμματα και την ηλικιακή εστίαση. 
      Το "Φιόρο του Λεβάντε" της Θάλειας Ξενάκη, λιτό και νευρώδες, αποδίδει τον Ξενόπουλο στην γνωστή στάση του σκίτσου με μολύβι της αδελφής του 
Χαρίκλειας Ξενοπούλου, που φιλοτεχνήθηκε τη χρονιά του θανάτου του (1951), και  δωρίθηκε στο Μουσείο Σολωμού, το 1968, μαζί με διάφορα άλλα προσωπικά του αντικείμενα. Το έργο δεν αποτελεί μια φωτογραφική απόδοση της μορφής του Ξενόπουλου, αλλά παρουσιάζει όλη την ευγένεια, την αρχοντιά και την τρυφερότητα της ψυχής του, από έναν άνθρωπο που ζούσε μαζί του μέχρι την τελευταία του στιγμή. Την ίδια αρχοντική στάση παρατηρούμε και στο έργο της Ξενάκη.
Στα δύο έργα φαίνονται και οι βέρες του Ξενόπουλου, τις οποίες δώρισε στο Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων το 1982, η κόρη του Ευθαλία. Τις περιγράφει μάλιστα ως εξής: «τα δακτυλίδια του πατέρα μου, τα οποία εσωτερικά δεν φέρουν σκαλισμένο το όνομά τους γιατί δεν θέλησαν να τα ξαναβγάλουν από τα χέρια τους και αυτό δείχνει τη γνησιότητά τους».


          Περισσότερο μετωπικός ο Ξενόπουλος του Πέτρου Παυλίδη με ένα δακτυλίδι εδώ, αποδίδεται σε ένα αξιοπρόσεκτο έργο. Το χέρι του αποτελείται από κολάζ εφημερίδων για να υποδηλώσει τη σχέση του συγγραφέα με τον Τύπο, ενώ πάνω στον δεξί του ώμο είναι γραμμένοι οι τίτλοι των έργων του. Αξίζει να σημειώσω εδώ, ότι ο γεννημένος το 1990 Φλωρινιώτης εικαστικός, εργάζεται σαν καθηγητής στο νησί μας και συμμετέχει στην Έκθεση με τρία έργα. Τι πιο ελπιδοφόρο από τους καθηγητές των παιδιών μας, ακόμα και αυτοί που έρχονται από μακριά και με δυσκολίες εργάζονται σαν αναπληρωτές ή μόνιμοι να προσπαθούν να προσπελάσουν τον πολιτισμό μας, να τον γνωρίσουν και οι ίδιοι και να μεταδώσουν γνώση; Γι’ αυτό και από τη θέση αυτή θα ήθελα να τους συγχαρώ!

Τα  άλλα έργα του Παυλίδη είναι «η Λιλή», 30×42εκ, παστέλ, και ακουαρέλες σε χαρτί και «η Οικία τσι Ζακύνθου»,  30×42εκ,παστέλ, μελάνι, κάρβουνο σε χαρτί. Προσέξτε το «τσι», που γράφει, δηλωτικό και αυτό της προσπάθειάς του να μας προσεγγίσει ιδιωματικά.
          Ένα άλλο σπίτι, αυτό της οδού Ευριπίδου, ζωντανεύει στο έργο του Μπάμπη Πυλαρινού, το οποίο έχει τίτλο: «Το σπίτι του Γρηγορίου Ξενόπουλου στην οδό Ευριπίδου μέσα από μια διήγηση του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη», 40χ60 εκ., ακρυλικό σε καμβά.
          «Ένα απόγευμα παίρνοντάς με από το χέρι με πήγε στα γραφεία της Διαπλάσεως των Παίδων- στον τρίτο όροφο κτηρίου της οδού Ευριπίδου- και μ΄ έγραψε συνδρομητή. Θυμάμαι τον Ξενόπουλο, με τα γυαλάκια του, που σηκώθηκε από το γραφείο του κι  ήρθε και με χάιδεψε ρωτώντας με τι ψευδώνυμο ‘ήθελα να πάρω, κι εγώ του αποκρίθηκα «Αιθήρ». Κι από τότε έγινα για χρόνια ο «Αιθήρ» της Διαπλάσεως των παίδων. «Η ζωή μου», Ναπολέων Λαπαθιώτης.
          Ο ποιητής του μεσοπολέμου Ν. Λαπαθιώτης (1888-1944), που ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία, το θέατρο και την μουσική, αυτοκτόνησε στις 8 Ιανουαρίου 1944, φτωχός και καταπονημένος. Το χρώμα που χρησιμοποιεί ο Πυλαρινός στο έργο του, ταιριάζει με το μελαγχολικό ύφος του Λαπαθιώτη. Η μαρτυρία όμως που καταγράφει από τα απομνημονεύματά του, παραπέμπει στα δεκάδες Διαπλασόπουλα, που πέρασαν από τις σελίδες του περιοδικού και άνοιξαν τα φτερά τους στον λογοτεχνικό ορίζοντα.
Ο Γιάννης Μπρούζος,  στα δύο μολυβοκάρβουνα σε χαρτί, που παρουσιάζει στην έκθεση,  εικονογραφεί δύο μυθιστορήματα του Ξ. : Το «Πλούσιοι και φτωχοί» και το «Τυχεροί και Άτυχοι». Και στα δύο, με κατάλυση της προοπτικής παρουσιάζει τα σημαντικά γεγονότα από την υπόθεση των μυθιστορημάτων, μεταμορφώνοντας το χαρτί του σε θεατρικό σκηνικό.
 Αξίζει να παρατηρήσουμε πώς στο «Πλούσιοι και Φτωχοί», ο Μπρούζος χτίζει με την πένα του γέφυρα ανάμεσα στους δύο διαφορετικούς κόσμους. Και στο βάθος η Ζάκυνθος, που στοιχειώνει αιώνια τη φαντασία του λογοτέχνη.


Την υπόμνηση της θεατρικής του ιδιότητας αναδεικνύει η Ελένη Γούναρη με τα έργα της: "Στη χρυσή τη χρυσή Φανερωμένη", 35Χ50, Μικτή Τεχνική και "Στην κόκκινη Αυλαία", 35Χ50, Μικτή Τεχνική. Στο πρώτο έχοντας και η ίδια σπουδάσει σκηνογραφία, δίνει για άλλη μια φορά το αγαπημένο της θέμα: διαπραγματεύεται ένα μνημείο του τόπου μας (εδώ τη Φανερωμένη), το οποίο προβάλλει μέσα από τη δημιουργική φαντασία του Ξ. και αποτυπώνεται σαν πλούτος πνευματικός μέσα στο έργο του. Η αλλοτινή Φανερωμένη άλλωστε δεν είναι ένα τυχαίο μνημείο. Συμπυκνώνει και εμπεριέχει ζωγραφική αιώνων, αρχιτεκτονική πρότυπο και αναδεικνύεται ως ο «χρυσούς τόπος» της φαντασίας της ζωγράφου και του συγγραφέα.
          Στο επόμενο έργο της γίνεται φανερή η ενασχόλησή της με τον σχεδιασμό κοστουμιών για θεατρικές παραστάσεις. Αυτή της η εμπειρία τη φέρνει πιο κοντά στον θεατρικό Ξ. Έτσι ξέρει πώς να τοποθετήσει την αρχόντισσά της μέσα στο έργο της, που μοιάζει   με μακέτα για θεατρικό. Το έργο της είναι καλά μοιρασμένο, όπως είναι άρτια δομημένο και κάθε θεατρικό έργο του Ξ.
         Με το έργο της "Στον Κόκκινο Βράχο", 100Χ70, Μικτή Τεχνική, η παράδοση και ο πολισμός της νέας Ζακύνθου, της Ζακύνθου του Ξ. έχει φύγει σε δεύτερο επίπεδο και προβάλουν μπροστά, τα απρόσωπα σώματα, του σύγχρονου, αλωμένου από τον κακής ποιότητας τουρισμό, ανθρώπου.

Σε τελείως διαφορετικό κλίμα και με διαφορετική τεχνική προβάλλουν τα δύο έργα του Κώστα Πλέσσα. Το " Double Big Bang", 50χ70cm,  μεικτή τεχνική σε χαρτί, και το  "Άτιτλο", 50χ70cm, μεικτή τεχνική σε χαρτί.

          Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι τα σχήματα και τα χρώματα που του γεννώνται στη φαντασία από την ανάγνωση των έργων του Ξ. και τη θέαση των θεατρικών του έργων. Καθώς βλέπουμε το δεύτερο φανταζόμαστε όλες τις μικρές παιδικές καρδιές που χτυπούσαν μέσα στη Διάπλαση!
          Την πολυσημία του έργου του Ξ. αποτυπώνει στα δύο έργα της η Νικόλ Κάπαρη. Στο ένα, η μορφή του προβάλλει στα ¾, ενώ στο άλλο, μετωπικά.
Και τα δύο ωστόσο φανερώνουν την πολυδιάστατη επίδρασή του Ξ. στην εποχή του, η οποία σπάζει χρόνο και τόπους και φανερώνεται επίκαιρος, ενδιαφέρων, ικανός να συγκινήσει ανθρώπους κάθε ηλικίας και φύλου.
          Αυτή τη συγκίνηση αισθανόμαστε στη θέαση των έργων της Έκθεσης στο Μουσείο, καθώς αντιλαμβανόμαστε ότι η ποικιλία στην εκφραστική τους διατύπωση αποδεικνύει τη μεγάλη συνάφεια που υπάρχει στο χώρο της Λογοτεχνίας και των Εικαστικών και την δύναμη για αναδημιουργία και ελευθερία στην έκφραση.
    Άλλωστε ποια μεγαλύτερη απόδειξη θα μπορούσαμε να βρούμε για την αξία του έργου του Ξ. από  την νέα καλλιτεχνική παραγωγή;
Και όπως είχα  σημειώσει  στον επίλογό μου στην προηγούμενη ανακοίνωση, ο Ε.Η.Gombrich στο βιβλίο του «Τέχνη και ψευδαίσθηση», εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1995, είχε γράψει: «υπάρχουν δυο τρόποι να γράφει κανείς ιστορίες: ένας με λέξεις, φράσεις και κεφάλαια, που τον αποκαλούμε λογοτεχνία και ένας άλλος με διαδοχικές εικόνες, αυτό που αποκαλούμε ιστορία με εικόνες».
 O Ξενόπουλος έγραψε με λέξεις, οι καλλιτέχνες που απεικόνισαν τη μορφή του έγραψαν με εικόνες κι εμείς οι θεατές τους και αναγνώστες του έργου του με τα μάτια της δικής μας φαντασίας, είμαστε και σήμερα κοντά του, στο Συνέδριο-Συμβολή στην έρευνα του έργου του, 150 χρόνια μετά τη γέννησή του...
Σας ευχαριστώ!













Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2017

Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα για τα 150 χρόνια από τη γέννηση του Γρ. Ξενόπουλου στο Μουσείο Σολωμού & Επιφανών Zακυνθίων.


                                                                 


Ένα Σύγχρονο Μουσείο δεν έχει πλέον τον προορισμό μόνο να συγκεντρώσει και να αρχειοθετήσει το μουσειακό του υλικό, αλλά να το εκθέσει και να λειτουργήσει εκπαιδευτικά προς τους νεώτερους. Η δημοσιοποίηση του υλικού ενός Μουσείου αποτελεί τη σοβαρότερη δραστηριότητά του, αφού το κάνει γνωστό και το εντάσσει δυναμικά στην ζωή του τόπου.
Το Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων έχοντας σαν στόχο την επίτευξη του ρόλου του ως Σύγχρονο Μουσείο, δραστηριοποιείται προς την κατεύθυνση αυτή. Έτσι συμμετέχοντας ενεργά στον εορτασμό των 150 χρόνων από τη γέννηση του Γρηγορίου Ξενόπουλου, οργανώνει ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα για τα σχολεία της Α’/θμιας & της Β’/θμιας Εκπ/σης με τίτλο «Γρηγόριος Ξενπόπουλος: ένας ακούραστος εργάτης της πένας».
Στο πρόγραμμα αυτό οι μαθητές παρακολουθούν αρχικά το ντοκιμαντέρ του σκηνοθέτη Τάσου Ψαρρά για τον Ξενόπουλο, από τη σειρά «Εποχές & Συγγραφείς» της Ετ1, του 1999, και στη συνέχεια  εξοικειώνονται με το μουσειακό και αρχειακό  υλικό.
Έτσι με αφορμή την προθήκη της Αίθουσας Παναγιώτη και Έφης Μιχελή, που είναι αφιερωμένη στο μεγάλο λογοτέχνη και θεατρικό συγγραφέα, γνωρίζουν τις Συλλογές και το αρχείο του Μουσείου, τα οποία πλουτίστηκαν με δωρεές ιδιωτών και μελών της οικογένειάς του.
Κατ΄ έτος οι δωρεές που εισήλθαν στο Μουσείο είναι οι εξής:
Α) Έτος 1965: Ο Νικόλαος Βαρβιάνης παραδίδει σειρά φωτογραφιών, που τραβήχτηκαν με δαπάνη του Μουσείου από τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Ξενόπουλου, έργο του γλύπτη Σαφιολάκη, στη συνοικία του Άμμου, στις 30 Ιουλίου 1961.
Β) Έτος 1968: Τότε πραγματοποιείται η δωρεά της αδελφής του, Χαρίκλειας Ξενοπούλου. Απ’ αυτή προέρχονται: η προσωπογραφία, σκίτσο με μολύβι, φιλοτεχνημένη από την ίδια. Επίσης: το ρολόι του, η πίπα του, το σταχτοδοχείο του από φίλντισι, δύο πενόξυλα, δύο πενίτσες, δύο φοντανιέρες, το ποτήρι, το πιάτο, η βάση του ποτηριού με χαραγμένο το όνομά του, το μελανοδοχείο, μπουκαλάκι-μελανοδοχείο, κουτάλι κομπόστας, κουτάλι σούπας, μαχαίρι, πιρούνι, μολύβι, χαρτοκόπτης, πετσέτα και πετσετοθήκη.
Γ) Έτος 1968: το Θεατρικό Μουσείο δωρίζει στο Μουσείο Σολωμού αυθεντικές φωτογραφίες από θεατρικές παραστάσεις έργων του Ξενόπουλου.
Δ) Έτος 1979: Ο Αντώνιος Καρδιανός δωρίζει μαζί με άλλα αντικείμενα, δύο ελαιογραφίες σε γυαλί, έργα της αδελφής του Χαρίκλειας.
Ε) Έτος 1981: Πραγματοποιείται η δωρεά της κόρης του Ευθαλίας Ξενοπούλου - Νάτσιου. Απ’ αυτή προέρχονται: η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Ξενόπουλου με το μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών, οι τρεις οικογενειακές φωτογραφίες μέσα σε κοινό πλαίσιο της προθήκης  και το εκμαγείο του προσώπου και του δεξιού χεριού, έργα του γαμπρού του, γλύπτη Χριστόφορου Νάτσιου.
ΣΤ) Έτος 1982: η Ευθαλία δώρισε τις βέρες του. Στην επιστολή της προς το Μουσείο, η δωρήτρια τις περιγράφει ως: «τα δακτυλίδια του πατέρα μου, τα οποία εσωτερικά δεν φέρουν σκαλισμένο το όνομά τους γιατί δεν θέλησαν να τα ξαναβγάλουν από τα χέρια τους και αυτό δείχνει τη γνησιότητά τους».
Ζ) Έτος 1983: Ο Σύνδεσμος Μελών Ελευθέρας Ευαγγελικής Εκκλησίας, δωρίζει επιστολή με ημερομηνία 22/6/1883, του δεκαεξαετή Γρηγορίου Ξενόπουλου προς το συμμαθητή του Διον. Κλάδη, που περιέχει λόγους παραμυθίας για το θάνατο του πατέρα του (πρώιμη γραφή σε άπταιστη καθαρεύουσα).
Η) Έτος 2002: Ο Σταμάτιος Δέγλερης, ο οποίος είχε εργαστεί στα ορεινά της Ζακύνθου ως επιβλέπων Υπομηχανικός στο Τάγμα Μηχανικού, που είχε αναλάβει την ανοικοδόμηση της Ζακύνθου μετά τους σεισμούς του 1953, δωρίζει τα χειρόγραφα, που είχαν περιέλθει στην κατοχή του από παλαιοβιβλιοπωλείο που κατεδαφίστηκε επί παρόδου της οδού Ακαδημίας.
Θ) Έτος 2016: Τρία σκίτσα της Ελένης Γούναρη για το πρόγραμμα του συνεδρίου που οργάνωσε η Εταιρεία ΠΛΑΤΥΦΟΡΟΣ με θέμα: «Γρ. Ξενόπουλος. 50 χρόνια μετά…», 16-18 Νοεμβρίου 2001, τα οποία δώρισε η εικαστικός στο Μουσείο μετά το τέλος της ατομικής της έκθεσης με τίτλο : «ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ», που πραγματοποιήθηκε πέρυσι τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο.
Στην βιβλιοθήκη του Μουσείου οι μαθητές έρχονται σε επαφή με  τα έργα του Ξενόπουλου από παλαιές και νεώτερες εκδόσεις προερχόμενες από τη Βιβλιοθήκη του Μαρίνου Σιγούρου και με τα χειρόγραφά του που προέρχονται από τη Δωρεά Δέγλερη.
Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα ολοκληρώνεται με προτροπή στους μαθητές να φιλοτεχνήσουν τη μορφή του Ξενόπουλου και να καταγράψουν την εμπειρία τους από την επίσκεψη στο Μουσείο, όταν επιστρέψουν στο σχολείο τους. Τα έργα τους αφού αντιγραφούν ψηφιακά θα αναρτηθούν στις ψηφιακές πλατφόρμες του Μουσείου:
Διευθύνσεις ψηφιακής προβολής:
Ιστοσελίδα: http://zakynthos-museumsolomos.gr/
Facebook: https://www.facebook.com/museumsolomos/
Instagram: https://www.instagram.com/museumsolomos/


Κυριακή 23 Ιουλίου 2017

Παρουσίαση του βιβλίου της Διονυσίας Μούσουρα: «Ταξίδια που δεν τέλειωσαν». Πνευματικό Κέντρο Ζακύνθου, Σάββατο 22-7-2017


Aγαπητοί Φίλοι,
Καλωσορίζοντάς σας απόψε σ’ αυτήν την ξεχωριστή βραδιά για τα Γράμματα της Ζακύνθου και της Ομογένειας της Αυστραλίας, την αφιερωμένη στο καινούργιο, 8ο κατά σειρά, βιβλίο της Διονυσίας Μούσουρα και το 4ο της που παρουσιάζεται στο νησί μας, θα  ήθελα κατ’ αρχήν να σας ευχαριστήσω, επειδή μέσα στις τόσες εκδηλώσεις που γίνονται, επιλέξατε να είσαστε κοντά μας (Ελεωνόρα Ζουγανέλη, συγνώμη…). Να ευχαριστήσω επίσης και τους νεαρούς φίλους μας, που στερήθηκαν για λίγο την βόλτα τους για να είναι και αυτοί εδώ (Σπύρο, ευχαριστώ…). Να επισημάνω αόρατες παρουσίες και ορατές απουσίες (Γιώργο Γεωργιάδη, σε νοιώθω, είσαι και συ εδώ…). Να σας ζητήσω τέλος να χαλαρώσετε, γιατί δεν πρόκειται, μετά τη μουσική του Γιάννη Παντάκη, να σας ζαλίσω, με βαθυστόχαστες φιλολογικές προσεγγίσεις.
Στις προηγούμενες παρουσιάσεις των βιβλίων της Διονυσίας, είτε γραπτά είτε προφορικά, είχα σχολιάσει το θέμα του νόστου και είχα καταλήξει ότι, στις ιστορίες που αφηγείται, έχει απαλλαγεί από τη μυθοποίηση στοιχείων, που μπορούν να δυσκολέψουν σε συναισθηματικό επίπεδο τη γραφή της, καθώς αποδέχεται ότι, η ονειρεμένη πατρίδα μας δεν έχει χωρικά σύνορα, η εστία μας είναι εκεί που καίει η φωτιά της καρδιάς μας.
Είναι βέβαια πρόδηλο ότι στη δεύτερη πατρίδα της βρήκε την κατάλληλη αγκαλιά για να μπορέσει να ξεκλειδώσει τον λογοτεχνικό της θησαυρό και να τον εκθέσει μέσα από τον γραπτό λόγο. Γι’ αυτό δεν θα με παρεξηγήσετε εάν στο πρόσωπο του εκδότη κ. Ιάκωβου Γαριβάλδη, που ήρθε από τόσο μακριά για να είναι απόψε κοντά μας, ευχαριστήσω εκείνη τη θετή πατρίδα που την αγκάλιασε τόσο στοργικά, και έτσι, το δικό μας «άνθος», που ξεπήδησε μέσα από «το χάσμα που άνοιξε ο σεισμός», μοσκοβόλησε τον αέρα των Αντιπόδων.
Αλλά το ερώτημα είναι: «έφυγε ποτέ η Διονυσία από την πολυαγαπημένη της Ζάκυνθο;». Η ερώτηση είναι ρητορική, γιατί η Διονυσία, με την καθημερινή της διαδικτυακή παρουσία στα κοινά της Ζακύνθου (όπως αντίστοιχα και της Μελβούρνης), αφουγκράζεται, σχολιάζει, στηλιτεύει, συμπάσχει για όλα τα κακώς κείμενα και αποδεικνύει ότι καταφέρνει να επιτύχει το ακατόρθωτο: να μικρύνει τις αποστάσεις και ελαχιστοποιώντας τις, να συμπιέσει μέσα στα διηγήματά της και τον ίδιο το χρόνο!
Είναι ο χρόνος που μοιράζεται ισόρροπα ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη πατρίδα, μέσα στις 38 ιστορίες του βιβλίου «Ταξίδια στον χρόνο που δεν τελείωσαν». Ιστορίες για πρόσωπα και γεγονότα, που γίνονται στις δύο ηπείρους, που μοιράζει την πνευματική της παραγωγή, ιστορίες προτερόχρονες ή σύγχρονες με τη δική μας εποχή, ιστορίες γραμμένες με άνεση και αποφασιστικότητα, που καταφέρνουν να μετασχηματίσουν τον αρχικό πόνο του ξεριζωμού και να τον μετατρέψουν σε κινητήριο δύναμη για κατάθεση ψυχικού πλούτου, δημιουργίας, έρωτα και «ανοιχτών συνόρων».
Με άνεση και ζωντάνια, η Διονυσία καταγράφει πραγματικές ανθρώπινες ιστορίες ή δίνει αυτοβιογραφικές εμπειρίες, αλλάζοντας τα ονόματα των προσώπων και μας γνωρίζει μοναχικούς ηλικιωμένους ανθρώπους, ιδανικούς αυτόχειρες, αφοσιωμένους εραστές σ’ έναν έρωτα χωρίς μέλλον, έθιμα της ιδιαίτερης πατρίδας που ντύνονται με σκαμπρόζικες ιστορίες, γιορτές στην νέα πατρίδα, που σχολιάζονται με σεβασμό και πολύ χιούμορ.
Όλες οι ιστορίες συνδέονται με κάποιο προσωπικό τρόπο μαζί της. Είναι ιστορίες με πρωταγωνιστές γείτονες, συγγενείς, συμμαθητές, ασθενείς. Είναι ιστορίες για τόπους, έθιμα, γεγονότα που διαβήκαμε, πραγματώσαμε ή βιώσαμε. Είναι ιστορίες που μας αγγίζουν, γιατί αναγνωρίζουμε μέσα σ’ αυτές τους δικούς μας ανθρώπους, την εποχή τους, τις αγωνίες και το μόχθο τους.
Κυρίως όμως είναι ιστορίες που λένε αλήθειες. Αλήθειες για την ανθρώπινη φύση και τον αγώνα της ενάντια στη φτώχεια, την εκμετάλλευση, την εξαθλίωση, τα γηρατειά. Και μέσα σ’ αυτές γνωρίζουμε και την ίδια τη Διονυσία: το αγωνιστικό της πνεύμα, την ανθρωπιστική πλευρά της δουλειάς της, τον επαγγελματισμό με τον οποίο καταπιάνεται σε κάθε τι και το ολοκληρωτικό δόσιμό της στη συγγραφή.
Νιώθουμε δηλαδή ότι αυτό που πιάνουμε στα χέρια μας είναι πολύ σπουδαίο γιατί είναι σπουδαίο για την ίδια, η οποία καταφέρνει να κάνει τους απλούς ανθρώπους που μας γνωρίζει εξίσου σπουδαίους.
Γι΄ αυτό είναι το /τα βιβλία της σημαντικά. Γι’ αυτό έχει τόσο μεγάλη αναγνωσιμότητα στην Ομογένεια που ζει και δραστηριοποιείται. Και για αυτό θεωρούμε ευλογία την έλευσή της ακόμα μια φορά στο νησί της/μας , για να μας γνωρίσει τις καινούργιες της ιστορίες.
Ευτυχώς λοιπόν, αγαπητοί φίλοι, που τα ταξίδια δεν τέλειωσαν και θα συνεχίζονται και στο μέλλον ανάμεσα σε Ζάκυνθο και Μελβούρνη, όσο η Διονυσία γράφει και θα συνεχίζει να γράφει τις ιστορίες της…

Σας ευχαριστώ!

Δευτέρα 3 Ιουλίου 2017

«Σκιαί ερριμμέναι στην ελλαδική προσέγγιση του φωσκολικού έργου»



Κυρίες και Κύριοι, Αγαπητοί Φίλοι,

Δύο, από τις τρεις προσδιοριστικές λέξεις, του υπότιτλου του βιβλίου, που παρουσιάζεται απόψε, με παρακίνησαν να δεχτώ την πρόσκληση να συμπαρουσιάσω κι εγώ (ως μύγα μες το γάλα ή μ΄ άλλα λόγια ως μία αρχαιολόγος με ειδικότητα την Ιστορία Τέχνης, ανάμεσα σε φιλολόγους), το βιβλίο της κ. Σγουρίδου, την οποία και γνώριζα μόνο τηλεφωνικά και συνδέθηκα μαζί της στο διάστημα της αγωνιώδους προσπάθειας για υπερνίκηση των εμποδίων της μανδαρινικής γραφειοκρατίας, που ταλανίζει την έκδοση ενός βιβλίου στην Ελλάδα σήμερα.
Και αυτές οι δύο λέξεις, μου γέννησαν την περιέργεια να βυθιστώ στην ανάγνωσή του, αφήνοντας κατά μέρος, τις περί εξειδικευμένης φιλολογικής μελέτης ανασφάλειες. Πρόκειται για τις λέξεις  Απεικονίσεις - Αντικατοπτρισμοί. Οι λέξεις αυτές γέννησαν και τον τίτλο της αποψινής μου προσέγγισης στο βιβλίο της κ. Σγουρίδου, το οποίο πιστεύω ότι το γνωρίσατε διεξοδικά από τους προηγούμενους έγκριτους ομιλητές.
Έτσι χαλαρωμένη από την ανάγκη να σας μιλήσω για κάτι που ήδη το γνωρίζετε και μάλιστα από τους ειδικούς, θα εστιάσω  στην δική μου οπτική ανάγνωσης, εξηγώντας σας και τον τίτλο της αποψινής μου ομιλίας.
Σπεύδω λοιπόν να σας πω ότι, ο αποψινός τίτλος είναι εμπνευσμένος από το βιβλίο του Ernst H. Gombrich: «Σκιαί Ερριμμέναι. Η απόδοση της σκιάς στη Δυτική Τέχνη», εκδ. Άγρα, 1999, που κυκλοφόρησε στην Αγγλία με την ευκαιρία της σχετικής έκθεσης στην Αίθουσα Sunley της National Gallery του Λονδίνου (2 Απριλίου – 18 Ιουνίου 1995).
Στο βιβλίο αυτό, ο Ιστορικός Τέχνης που άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε και διαβάζουμε έναν πίνακα ζωγραφικής, εξηγεί ότι «”ερριμμένη σκιά”, είναι η σκιά την οποία ρίχνει στο έδαφος ή αλλού το αναπαριστώμενο αντικείμενο».
 «Οι καλλιτέχνες αξιοποιούν τις "ερριμένες σκιές" (cast shadows, ombres portées) για να τραβήξουν την προσοχή στον τρόπο που αποδίδουν το φως και να τονίσουν τον όγκο των αντικειμένων. Επίσης, οι σκιές αυτές ενίοτε συμβάλλουν στη γενικότερη ατμόσφαιρα του πίνακα, ή αποκαλύπτουν την παρουσία προσώπων και αντικειμένων που δεν περιλαμβάνονται στην καθαυτό σύνθεση».
Πώς σχετίζονται λοιπόν οι «ερριμμέναι σκιαί» με το φωσκολικό έργο;
Αντλώντας την ορολογία από το βιβλίο του Gombrich, αλλά και από τις δύο λέξεις του υποτίτλου του βιβλίου της κ. Σγουρίδου που προανέφερα, σας προτείνω να παρατηρήσετε τις εναλλαγές και τις μεταβολές της ίδιας σας της σκιάς όταν περπατάτε βράδυ σε δρόμο φωτισμένον από φανοστάτες. Όταν βρισκόσαστε κοντά στο φανάρι, η σκιά σας κονταίνει και πέφτει στο πλάι, βαθμιαία ακολουθεί την κατεύθυνση προς την οποία κινείστε, γίνεται πιο στενόμακρη, ώσπου το φως του επόμενου φανοστάτη να την αντικαταστήσει με τη σκιά που πέφτει πίσω σας.
Αν αντικαταστήσουμε τη λέξη «φανάρι» με το έργο του Ποιητή, τότε η πρόσληψη του φωσκολικού έργου από μελετητές που πλησιάζουν ή απομακρύνονται χρονολογικά από αυτόν (σύγχρονοι-μεταγενέστεροι), αλλά και από μελετητές που συγγενεύουν ή όχι χωρικά με αυτόν (επτανήσιοι - εκτός Ιονίου περιβάλλοντος - ελληνικής καταγωγής που διαβιούν μόνιμα στην Ιταλία), τότε αντιλαμβανόμαστε τη σπουδαιότητα του βιβλίου της κ. Σγουρίδου.
Γιατί ακριβώς μέσα από τις σελίδες του, αποκτάμε τη μέθοδο που μας βοηθά να αναγνώσουμε  τον φωσκολικό «πίνακα».
Η σχολαστική αποδελτίωση δύο αιώνων λογοτεχνικής παρουσίας που σχετίζεται με τον Ποιητή δεν αρκείται στην χρονολογική παράθεση.
Προχωρά σε ταξινόμηση: 
Α) Όσα γράφτηκαν όταν ο Φώσκολο ήταν εν ζωή (τα δύο στιχουργήματα του Αντ. Μαρτελάου) και
Β) Όσα είδαν το φως μετά το θάνατό του (1827).
Η ταξινόμηση, χάρις στις πλούσιες γνώσεις της, βαθαίνει, όταν διεξοδικά αναλύει κάθε στίχο, κάθε δημιουργική πέννα.
Η επισήμανσή της ότι: α) Ουδείς εκ των δημιουργών αυτών γνώριζε προσωπικά τον Φώσκολο και συνεπώς παρατηρείται έντονη διαφοροποίηση ως προς το ύφος και το περιεχόμενο σε σχέση με τις ποιητικές καταθέσεις της προσολωμικής περιόδου, και ότι β) η συντριπτική πλειοψηφία είναι επτανήσιοι, πιάνει τον αναγνώστη από το χέρι και τον καθοδηγεί στο λογοτεχνικό καλντερίμι, με φανοστάτη το φωσκολικό έργο.
Με την ίδια ευκολία που μελετά το έργο των επτανήσιων (και που τόσο γλαφυρά μας ανέπτυξε η κ. Βίτσου), μελετά και τη συνεισφορά του Δημητρίου Βικέλα, του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, του Λίνου Πολίτη, του Νικολάου Τωμαδάκη, της Μαργαρίτας Δαλμάτη, του Μιλτιάδη Μαλακάση, του Όμηρου Μπεκέ, του Κωστή Παλαμά, του Γεωργίου Αθάνα και του Στυλιανού Αλεξίου.
Η βαθιά της γνώση στην κατανόηση της εκφραστικής πολλαπλότητας που επικρατεί σε κάθε λογοτεχνική εποχή, διευκολύνει τον αναγνώστη να αποκτήσει συνολική εικόνα της λογοτεχνικής παραγωγής που αφορμή της στάθηκε το φωσκολικό έργο.
Έχει μάλιστα την ευαισθησία να διακρίνει ότι δεν είναι μόνο η εργογραφία του Ποιητή, αλλά και η αποτύπωση της δραματικής προσωπικότητάς του, η μαχητικότητα, ο επαναστατικός του χαρακτήρας, που ενδόμυχα, επιτρέψτε μου αυθαιρετώντας να διατυπώσω, την ζηλεύουν οι πνευματικοί άνθρωποι, που κλεισμένοι μέσα στην ασφάλεια του γραφείου τους, «συγγράφουν» για τα δεινά του πλανήτη.
 Ο ελληνοϊταλός όμως Φώσκολος, από τη νεανική του κιόλας ηλικία στη Ζάκυνθο, δεν δίστασε να υψώσει το ανάστημά του και να φορέσει πολεμική στολή για να πολεμήσει για κείνο που θεωρεί άδικο.
Γι’ αυτό το έργο του, που αποτελεί μία μόνο από τις εκφάνσεις της έντονης προσωπικότητάς του, αποκτά όγκο, τέτοιον που στην λογοτεχνική οδό, βρίσκει τόσους πολλούς θαυμαστές, οι οποίοι συνομιλούν διακειμενικά μαζί του.
Το γεγονός αυτό εντοπίζει και η κ. Σγουρίδου στο βιβλίο της γράφοντας χαρακτηριστικά: «δύο αιώνες περίπου από την εκδημία του Φώσκολο, σήμερα εντοπίζονται στο χώρο της Ζακύνθου δημιουργοί που δεν τον αντιμετωπίζουν απλώς ως ένα στοιχείο της παράδοσης, αλλά ως λειτουργική παρουσία, ως αναπόσπαστο  τμήμα της ζωής τους, δρουν και παράγουν αξιοποιώντας με ανανεωτικό τρόπο την κληρονομιά του…». «Αλλά ακόμη και κάποιοι δημιουργοί, που εντάσσονται στο διαφοροποιημένο από την επτανησιακή παράδοση, αθηναϊκό περιβάλλον εκτίμησαν την προσφορά του στο χώρο της λογοτεχνίας ακόμη και κατά το τελευταίο τέταρτο του 20ου αι. (Αθάνας 1978)».
Αξίζει δε να σημειώσουμε και την επιφύλαξή της, διότι όπως λέει χαρακτηριστικά,  «ουδείς γνωρίζει τι μπορεί να δημιουργείται την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές!!!»
Αυτές οι «ερριμμένες σκιές», Κυρίες και Κύριοι, είναι που ζωντανεύουν ακόμα περισσότερο την αξία του φωσκολικού έργου και εξάρουν το ρεαλιστικό και δραματικό στοιχείο του.
Το βιβλίο της κ. Σγουρίδου μας ξεναγεί με μοναδικό τρόπο στις διαβαθμίσεις φωτός και σκιάς στην επιφάνειά του, επιτρέπει να αντιληφθούμε την ποιότητα του περιεχομένου του, τις ανακλάσεις που δείχνουν την υφή του και την επίδρασή του στα διάφορα μήκη κύματος του φιλολογικού φάσματος που καθορίζει το περιεχόμενό του.
Την ευχαριστούμε γι’ αυτό και της ευχόμαστε καλοτάξιδο.

Σας ευχαριστώ!


H βιβλιοκριτική παρουσιάστηκε στο Πνευματικό Κέντρο Ζακύνθου, την Κυριακή 2-7-2017.