Δευτέρα 1 Ιουλίου 2019

O «Tάλως» του Γυρίου. (Για την παράδοση της Κινητής Βιβλιοθήκης στο ορεινό χωριό Γύρι από την Εθελοντική Ομάδα Ζακύνθου Κυριακή 30 Ιουλίου 2019)

Αγαπητοί Φίλοι,

Για την πολυσχιδή δράση της Εθελοντικής Ομάδας Ζακύνθου δεν χρειάζεται να αναφέρω κάτι, καθώς όλοι παρακολουθούμε την άοκνη προσπάθειά της να ευπρεπίσει, να καθαρίσει, να διορθώσει, να περισώσει, να διατηρήσει ένα σωρό στοιχεία που αφορούν την Ζακυνθινή ψυχή, που νοσεί από την  αδιαφορία και την εγκατάλειψη και παραδίδεται χωρίς όρους στην άναρχη τουριστική ανάπτυξη.
Δεν μπορώ όμως να κλείσω τα μάτια και να προσπεράσω την τελευταία της πρωτοβουλία να προσφέρει κινητές βιβλιοθήκες στα χωριά του νησιού, των οποίων οι κάτοικοι έχουν συνηθίσει να παραλαμβάνουν συνήθως χρεωστικά εκκαθαριστικά της Εφορείας, σακούλες σκουπιδιών και εποχούμενους σε δίτροχα και τετράτροχα τουρίστες.
Και ο λόγος είναι απλός: αγαπάω τα βιβλία, ζω μέσα σ΄ αυτά και υποστηρίζω την  φυσική επαφή μαζί τους, την οποία δεν υποκαθιστά το πάτημα των πλήκτρων του υπολογιστή και το άγγιγμα της οθόνης αφής των smart phones μας.
Η παράδοση μάλιστα της πρώτης κινητής βιβλιοθήκης στο εκ μητρός μου συγγενές Γύρι και η παραλαβή από τους φίλους, της οικείας πια διαδικτυακής Ομάδας «Γύρι Προφήτης Ηλίας», τους οποίους και ευχαριστώ για την αποψινή πρόσκληση, σημειολογικά μου φέρνει στο νου μυθολογικές αναφορές, που με γεμίζουν αισιοδοξία για τα απελπιστικά που συμβαίνουν στο νησί μας αυτόν τον καιρό, τις οποίες θα επιχειρήσω να μοιραστώ μαζί σας.
Πριν όμως, ανατρέχοντας σε δύο πηγές της Ζακυνθινής Ιστοριογραφίας, τον λεξικογράφο Λεωνίδα Χαρ. Ζώη (1865-1956) και τον δάσκαλο Αντώνιο Μπισκίνη (1846-1911), αξίζει να ενσκήψουμε στις πληροφορίες που μας παραδίδουν για το χωριό, που μας φιλοξενεί απόψε, και να εντοπίσουμε τη συμβολική αξία της κίνησης της Εθελοντικής Ομάδας να ξεκινήσει τη διανομή των Βιβλιοθηκών από εδώ.
Έτσι λοιπόν βασιζόμενοι στο «Λεξικόν Ιστορικόν και  Λαογραφικόν Ζακύνθου»[1], του πρώτου και στο «Πρώται Γνώσεις Φυσικής και Πολιτικής ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ μετά ΠΑΤΡΙΔΟΓΡΑΦΙΑΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ»[2], του δευτέρου, πληροφορούμαστε ότι η λέξη Γύρι προέρχεται από το ελληνικό ίωρος=γώρος-ορεινό χωρίο, όρος, ενώ στο «Χρονικό» του, ο Διον. Βαρβιάνης, σημειώνει ότι, η ονομασία προήλθε εκ παραφθοράς της λέξης Υρία, αρχαία ονομασία της Ζακύνθου.
Τα όρια του χωριού, κατά το Ζώη είχαν ως εξής: «Α: βουνό  Κέντρος και τα κτήματα Μωραΐτη, Δ: βουνό Λυρογιάννης μέχρι το βουνό  Μπαφάκη, Ν: ανεμόμυλοι του Π. Ξένου, και Β: το δάσος του Βερτζάγια μέχρι τα άγρια κτήματα του Νικολ. Καρρέρ. Στο άνω χωριό σωζόταν το 1544 ναός του Αγ. Ηλία. Απείχε δε από της πόλεως τετράωρον, έχον δημοτικόν σχολείον, τηλεγραφείον και 178 κατοίκους». Σημειωτέον ότι το Λεξικό εκδόθηκε το 1963.
Από τον Μπισκίνη πληροφορούμαστε ότι, το Γύρι ανήκε στο Δήμο Ναφθίων, τον έναν από τους δύο ορεινούς Δήμους, (ο άλλος είναι ο Δήμος Ελατίων) και συγκεκριμένα: «Άνωθεν του Λούχα περί το εν τέταρτον της ώρας ανατολικώς της ακρωρείας Γαητανά κείται το Γύρι εντός κοιλάδος περιεχούσης σταφιδαμπέλους και χωράφια. Η κοιλάδα αυτή κείται σε ύψος 550 μέτρων και είναι δηλ. το υψηλότερον κατοικημένον μέρος της νήσου. Προς το ανατολικό μέρος του χωρίου υπήρχε άλλοτε μικρά συνοικία καλουμένη Καμπιωτέικα. Σε αυτή σώζονται τα ερείπια ναού. Στην περιφέρεια του χωρίου Γύρι δεν υπάρχουν ελαιόδεντρα. … Προς Βορρά της κοιλάδος Γύρι είναι βουνό καλούμενον Κουφάλα, πλησίον τούτου υπήρχε άλλοτε το αρχαίον Γύρι. Η θέσις του καλείται ήδη Επάνω Γύρι. Ανατολικώς δε τούτου είναι οι ακρώρειες του όρους Κακή Ράχη (ύψους 680μ.)».
Συμπερασματικά το Γύρι είναι το ψηλότερο κατοικημένο σημείο του νησιού μας και η ονομασία του σχετίζεται τόσο με τη θέση όσο και με την παραφθορά της αρχαίας ονομασίας «Υρία».
Για να ξαναγυρίσουμε στο σήμερα: η επιλογή της Εθελοντικής Ομάδας του συγκεκριμένου τόπου σημειολογεί την αρχή μίας δράσης που ξεκινά από την κορυφή και εξακτινώνεται σε κάθε γωνιά του νησιού μας, πατώντας μάλιστα στην αρχαία ιστορία και ανατρέποντας την εισβολή κάθε επίδοξου κατακτητή που προσπαθεί να αλώσει το παρόν ξεριζώνοντας το παρελθόν μας και ξεραίνοντας τις ρίζες μας.
Η ενθουσιώδης, ζεστή, φιλόξενη, πολύχρωμη και πολυεπίπεδη γιορτή που έστησε ο Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού, αποδεικνύει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο ότι η καλή σπορά πέφτει σε γόνιμο έδαφος.
Και αυτό μας γεμίζει αισιοδοξία.
Αναφορικά με τη μυθολογική αναφορά που έχει και ο τίτλος της αποψινής μου ομιλίας θα ήθελα να θυμίσω ότι  ο Τάλως ήταν ο γιγάντιος, ανθρωπόμορφος και με σώμα από χαλκό μυθικός φύλακας της Κρήτης, που τον κατασκεύασε ο θεός Ήφαιστος και τον χάρισε στο βασιλιά Μίνωα. Ο Πλάτωνας τον θεωρεί υπαρκτό πρόσωπο, αδελφό του Ροδάμανθυ, που ήταν φύλακας των νόμων μέσα στην πόλη. Ο Μίνωας ανέθεσε το ίδιο καθήκον στον Τάλω για τις άλλες περιοχές της Κρήτης. Ο Τάλως περνούσε τρεις φορές τον χρόνο από όλα τα χωριά της Κρήτης, επιβλέποντας την εκτέλεση των νόμων και σύμφωνα με τον μύθο είχε προικιστεί με καταπληκτική ευκινησία, πράγμα που του επέτρεπε να φτάνει ταχύτατα σε όλα τα σημεία του νησιού. Λέγανε μάλιστα πως ήταν φτερωτός. Δεν είχε όπλα, ήταν όμως ικανός να τα βάλει μόνος του με οποιονδήποτε στόλο. Έδιωχνε, με κομμάτια βράχων που εκσφενδόνιζε από τη στεριά τους ξένους που επιχειρούσαν να αποβιβαστούν στο νησί.
Αγαπητοί Φίλοι,
Νομίζω ότι οι σημειολογικές συγγένειες είναι προφανείς.
Προσοχή όμως.
Ο Τάλως είχε ένα αδύναμο σημείο στο σώμα του: ένα χάλκινο καρφί στερέωνε τη μοναδική του φλέβα, που ξεκινούσε από τον αυχένα και κατέληγε στον αστράγαλό του. Το μπρούντζινο σώμα του κρατιόταν ζωντανό από το ιχώρ, το ολύμπιο αίμα που έρεε μέσα στην φλέβα αυτή. Η Μήδεια, με ξόρκια και τάζοντάς του αθανασία, ξεγέλασε τον απονήρευτο Τάλω, ο οποίος έβγαλε μόνος του το χάλκινο καρφί από τους αστραγάλους του, με αποτέλεσμα να χυθεί  όλο το «αίμα» του στη γη και ο ίδιος να σωριαστεί κάτω χωρίς ζωή πια.

Ας ευχηθούμε ότι δεν θα ξεγελαστούμε από τη Μήδεια και θα ποτίζουμε το δέντρο με τον καρπό της γνώσης, που η Κινητή Βιβλιοθήκη της Εθελοντικής Ομάδας, φύτεψε απόψε στο Γύρι.
Η γνώση της δικής μας δύναμης, της δύναμης του εθελοντισμού, είναι το δικό μας ιχώρ.
Σας ευχαριστώ!



[1] τόμος Α΄, Ζάκυνθος 1963 α΄ έκδοση & β΄ έκδοση 2013, σελ. 142.
[2] 1897 α΄ έκδοση & 1997 β΄ έκδοση, σελ. 96-97.

1 σχόλιο: