Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

Περί του μνημείου για τον Ανδρέα Βεζάλ στην Πλατεία Σολωμού.

Η ταλαιπωρία ενός μνημείου.



Τις τελευταίες μέρες γινόμαστε μάρτυρες όλο και περισσότερο ακραίων συμπεριφορών και αντιδράσεων, αναφορικά με την τοποθέτηση στην Πλατεία Σολωμού, του μνημείου για το Βέλγο ανατόμο Ανδρέα Βεζάλ, έργο των Βέλγων καλλιτεχνών Pascale Pollier και Richard Neave, που τοποθετήθηκε από την Πρεσβεία του Βελγίου, στο πλαίσιο του Διεθνούς Συνεδρίου και των εκδηλώσεων που πραγματοποιήθηκαν στο νησί μας, από 4 έως 9 Σεπτέμβρη, για τα 450 χρόνια από το θάνατο και τα 500 από τη γέννησή του.
Οι αντιδράσεις αυτές εστιάζονται κυρίως στην αισθητική του έργου και στην ακατάλληλη τοποθέτησή του στη συγκεκριμένη θέση απέναντι σχεδόν από τον ανδριάντα του Εθνικού Ποιητή.
Η αλήθεια είναι ότι προσπάθησα πολύ να μη διατυπώσω δημόσια την άποψή μου, όχι γιατί θα ερχόμουν σε διάσταση με στεντόρειες φωνές, που από την πρώτη κιόλας στιγμή το θεώρησαν «ξέρασμα» και βιάστηκαν να το ρίξουν στον πάτο της θάλασσας, αλλά κυρίως γιατί η καθημερινότητα, αυτή που προβάλλει τόσο βασανιστική, τέτοιες τοποθετήσεις, μόνο σε ανθρώπους που έχουν την πολυτέλεια να μπορούν να μεταθέτουν όλα τα καθημερινά προβλήματα και να ξορκίζουν τα δεινά καίγοντας στην πυρά: διεθνή συνέδρια, παγκόσμια προβολή του νησιού μας σε διαδίκτυο, επίσκεψη της Υπουργού Τουρισμού κ.λπ., επιτρέπει.
Επειδή όμως το θέμα άπτεται της αισθητικής και η ερμηνεία της καθημερινής ζωής του τόπου που ζω, μέσα από την εικαστική γλώσσα, αποτελεί το σημαντικότερο σκοπό ύπαρξης του παρόντος blog, τολμώ λοιπόν κι εγώ να κάνω τη δική μου προσέγγιση.
Και για να το ξεκαθαρίσω από την αρχή: είμαι Βεζαλική όσο δεν παίρνει (προσοχή, δεν είπα Βενιζελική) και πιστεύω ότι το μνημείο για το Βεζάλ, και μια χαρά είναι, και πολλά να μας δώσει έχει, και καθόλου δεν ενοχλεί η περίοπτη θέση που βρίσκεται.
Και ο λόγος είναι απλός.
Γιατί είναι ένα μνημείο της εποχής μας.
Η θέση μου τεκμηριώνεται από το θεμελιώδες σύγγραμμα του Heinrich Wölfflin (1864-1945): «Βασικές έννοιες της Ιστορίας της Τέχνης», που δημοσιεύτηκε το 1915.

Σ’ αυτό ο Wölfflin, υποστηρίζει ένα μεθοδολογικό σύστημα, με τη βοήθεια του οποίου είναι σε θέση να κρίνει κανείς όχι την ποιότητα του καλλιτεχνικού έργου, αλλά να αναγνωρίσει τις δυνατότητες του καλλιτέχνη και τα ιστορικά γνωρίσματα της εποχής, μέσα από έναν συνδυασμό όμοιων καλλιτεχνικών στοιχείων, που ενυπάρχουν σ’ ένα «ιδεατό» σύνολο, από έργα ενός καλλιτέχνη ή μιας ομάδας καλλιτεχνών, ενταγμένων στα όρια ενός, τοπικά και χρονικά, πολιτισμού.
Ταυτόχρονα συστηματοποιεί τις διάφορες κατηγορίες του στυλ, που για το συγγραφέα έχει διπλή ρίζα. Διακρίνει δηλ. το «ατομικό στυλ», που πηγάζει από την προσωπικότητα του μεμονωμένου καλλιτέχνη και το «στυλ μιας εποχής, μιας φυλής, μιας χώρας».
Αν δεχτούμε λοιπόν ότι το έργο των Βέλγων καλλιτεχνών, Pascale Pollier και Richard Neave, αφιερωμένο στο νησί που έζησε τις τελευταίες μέρες της ζωής της η σημαντικότερη μορφή στην Ιστορία της Ιατρικής των τελευταίων πέντε αιώνων, ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων γιατί δεν ταιριάζει με το δικό μας παραδοσιακό στυλ, το στυλ της δικής μας φυλής και ιδιοσυστασίας και αποτελεί ύβρη για τον Ποιητή, που στέκεται διαγωνίως απέναντι, τότε πρέπει να θέσουμε στον εαυτό μας μια σειρά από ερωτήματα:
Τι θεωρούμε καθαρό από ξενόφερτες επιρροές στην εποχή μας, τι χαρακτηρίζεται από έλεγχο πιστοποίησης παραδοσιακού χρώματος σε κάθε τι που μας περιβάλλει και συμβιώνει μαζί μας; Και τι αντιστάσεις έχουμε προβάλει απέναντι σε κάθε είδους εισβολή από την τηλεόραση, το διαδίκτυο, την τουριστική ώσμωση που απειλεί τη ζωή μας;
Και για να γίνω πιο συγκεκριμένη:
Είναι λιγότερο ενοχλητικό για παράδειγμα η ύπαρξη στο menu των εστιατορίων του λεγόμενου club σάντουιτς; Είναι λιγότερο επικίνδυνη η ανάγκη πλέον να σπουδάσουν τα παιδιά μας στο εξωτερικό, καθώς εκεί θα βρουν μια καλύτερη μοίρα επιστημονική, επαγγελματική και ίσως ίσως και προσωπική. Και τι επιρροές θα λάβουν; Είναι πιο σύμφωνες με τα παραδοσιακά μας πρότυπα οι «ελληνικές βραδιές» σε όλες τα ταβέρνες του νησιού, με τους χορευτές που φοράνε φουστανέλες, όταν δε φοράνε oriental  για κάποιες άλλες βραδιές, πιο «ανατολίτικες»; Και οι γάμοι; Οι διάφοροι «αγγλικοί γάμοι» που λαμβάνουν χώρα γύρω από τις πισίνες των ξενοδοχείων, είναι περισσότερο σύμφωνοι με τα ελληνοχριστιανικά μας ιδεώδη;

O Βεζάλ μας μάρανε;

Για το Wölfflin, η λέξη στυλ σημαίνει: το σύνολο των δυνατοτήτων μιας εποχής, από το οποίο ο καλλιτέχνης είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποκλίνει. Η τεχνοτροπία είναι για τον καλλιτέχνη, όπως η γλώσσα για τον ποιητή, η οποία αποτελεί τη βάση και το όριο της δημιουργίας του.
Καθώς αντικείμενο της πραγματείας του ήταν δυο βασικές περίοδοι της δυτικοευρωπαϊκής Τέχνης: η Αναγέννηση και το Μπαρόκ, ερευνώντας τις, διαπίστωσε ότι η πορεία της τέχνης από τη μια εποχή στην άλλη καθορίζεται μέσα από πέντε αντιθετικά ζεύγη, και που αν απλοποιήσει κανείς, βλέπει να διαγράφεται μια πορεία από το απλό στο σύνθετο, από το ειδικό στο γενικό και από το αυστηρό στο ελεύθερο, τα οποία είναι τα εξής:
·        Γραμμικό και Ζωγραφικό
·        Επιφάνεια και Βάθος
·        Κλειστή και ανοικτή φόρμα
·        Ενότητα και πολλαπλότητα
·        Απόλυτη και σχετική σαφήνεια
Τα πέντε ζεύγη έχουν λογική πληρότητα και αποτελούν πέντε διαφορετικές όψεις του ίδιου αντικειμένου. Οι κατηγορίες αυτές αναφέρονται στις οπτικές αλλαγές και στις εκφραστικές δυνατότητες του κόσμου μέσα από τις καλλιτεχνικές μορφές.
Το πιο αξιοσημείωτο ίσως τμήμα του θεωρητικού του συστήματος είναι η άποψη ότι, οι παρατηρήσεις που ισχύουν για την Αναγέννηση και το Μπαρόκ, μπορούν να εφαρμοστούν και σε άλλες εποχές, διότι η εξέλιξη των μορφών είναι αποτέλεσμα μιας «εσωτερικής αναγκαιότητας», μιας βιολογικής εξέλιξης των ανθρώπινων αισθήσεων και κάθε αντίθετη εξέλιξη είναι ενάντια στη φύση.
Τα συγκεκριμένα μορφολογικά χαρακτηριστικά επανέρχονται περιοδικά με απόλυτη εσωτερική νομοτέλεια, γιατί στη «φύση της ανθρώπινης ψυχής υπάρχουν δυνάμεις, που παίζουν ρόλο αντίστοιχο με τη βαρύτητα», σημειώνει επιγραμματικά ο Wölfflin.
Γιατί λοιπόν να θέλουμε να κουκουλώσουμε ένα έργο σύγχρονης τέχνης, το οποίο δεν κάνει τίποτ’ άλλο από το να παρουσιάζει με ρεαλισμό την ανθρώπινη φύση σε όλο της το μεγαλείο;
Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι η τέχνη δεν κρίνεται με βάση την πιστότητα στην απόδοση της φύσης, αλλά με βάση τις δυνατότητες που έχει να αφομοιώνει τις αλλαγές, και οι οποίες πυροδοτούνται από τη γενική πολιτιστική κατάσταση μιας εποχής μας.

Και πιστεύω εδώ ότι εδώ θα συμφωνήσετε όλοι: ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΛΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΣ.



Bβλιογραφική αναφορά:
Heinrich Wölfflin,  «Βασικές έννοιες της Ιστορίας της Τέχνης», Θεσσαλονίκη 1992.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου