Αγαπητοί Φίλοι,
Κυρίες & Κύριοι,
Όταν το χειμώνα έλαβα στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο το βιβλίο της
Διονυσίας «Από την ομίχλη του Χθες στις Αλήθειες του σήμερα», για να το
επιμεληθώ φιλολογικά, θαύμασα ακόμα μια
φορά την ενέργεια, το σφρίγος, τη γνώση που δίνει η ωριμότητα, αλλά και την
πλήρη συναίσθηση της παρακαταθήκης μιας ευγενικής ψυχής, που έχει στη διαδρομή
της ζωής της συναντήσει πολλούς ανθρώπους, έχει ακροαστεί τις περιπέτειες και
τα πάθια τους και έχει γίνει κοινωνός στις αναμνήσεις των προσωπικών τους
βιωμάτων.
Αλλά σαν αναγνώστρια όλων της των πονημάτων και πολλές φορές με
μεγαλύτερη ακόμα εμπλοκή σ’ αυτά, καθώς σε αρκετά με τίμησε με την ανάθεση της παρουσίασής
τους, στη Ζάκυνθο και στη Μελβούρνη, με τη συζήτηση για το εξώφυλλο, τον τίτλο,
τον εκδότη τους, το συντάκτη του οπισθόφυλλου κ.λπ., είδα ότι, το τελευταίο
αυτό βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας, διαφέρει από τα προηγούμενα.
Και η διαφορά έγκειται στην επίγνωση της συγγραφέως ότι ο χρόνος
περνά, οι άνθρωποι βιώνουν τις δικές τους ιστορίες που χάνονται, αλλά δεν είναι
ανεύθυνοι των όσων συμβαίνουν παγκόσμια.
Γιατί μπορεί στις 27 ιστορίες του βιβλίου να αναγνωρίσετε τα
πρόσωπα της διπλανής πόρτας, στο χωριό και στην πόλη σας, αλλά αυτοί οι μικροί
άνθρωποι, είναι εκείνοι που σμιλεύουν το πρόσωπο της ανθρωποσύνης μας, εκείνοι
που μας δείχνουν, με τις σωστές και τις λάθος επιλογές τους, τι δρόμο να
πάρουμε εμείς.
Είναι εκείνοι που μας παράδωσαν στην οικολογική καταστροφή, στους «άφρονες
ηγέτες», που έζησαν, αγάπησαν, βίωσαν ήθη και έθιμα, που σήμερα χάνονται, αλλά
και εκείνοι που χάραξαν πρωτοπόρες διαδρομές και μεγάλες ανακαλύψεις στον τομέα
της επιστήμης.
Γι’ αυτό διαβάζοντας τις ιστορίες της, γραμμένες όχι με ενοχλητικό
διδακτισμό, αλλά με τη δύναμη του παραδείγματος, μπορούμε να αφυπνιστούμε και
να διορθώσουμε, όσο είναι καιρός, τα κακώς κείμενα, να διασώσουμε όσα χάνονται,
να θυμηθούμε το πεπερασμένο της ανθρώπινης φύσης και να θέσουμε εαυτόν σε τροχιά επούλωσης και δράσης.
Και αυτή είναι η αγωνία της Διονυσίας: να καταγράψει, να διασώσει, να νουθετήσει και
κυρίως να παραδώσει στη νεότερη γενιά, εμπειρίες ζωής, παθήματα ανθρώπων, ήθη
και έθιμα που τείνουν να ξεχαστούν, και χτυπάει το κόκκινο καμπανάκι για τα όσα
θα χαθούν ανεπανόρθωτα, εάν δεν αναλάβουμε εμείς σήμερα δράση.
Και είναι πολύτιμο και αυτό της το βιβλίο καθώς κατορθώνει με το
μάτι της λαογράφου να φέρει στη βιβλιοθήκη μας όλα όσα τείνουν να ξεχαστούν,
πολύτιμα για όσους τα έζησαν και αφυπνιστικά για όσους αφήνονται να τα
λησμονήσουν.
Αποτελεί όμως και ένα φόρο τιμής στην ανθρώπινη δύναμη, που
συνεχίζει να χαράζει πρωτοπόρες διαδρομές και που μέσα από τεράστιες δυσκολίες,
ριζώνει στη νέα γη, προκόβει και υψώνει αειθαλή
κλαδιά.
Γι’ αυτό, η Διονυσία, αφιερώνει το βιβλίο αυτό «στις επόμενες
γενιές».
Κάποιος ίσως θα αναρωτηθεί: «πώς έχει το χάρισμα να το κάνει;».
Θα σας απαντήσω. Για τρεις λόγους.
Ο πρώτος είναι η επαγγελματική της δράση. Διδάσκοντας για
πολλά χρόνια ελληνικά στα απογευματινά σχολεία της ελληνικής παροικίας της
Μελβούρνης και στα Σαββατιανά Πολυγλωσσικά Σχολεία του Υπουργείου Παιδείας της
Αυστραλίας, εργαζόμενη σαν ψυχιατρική διερμηνέας, επίσης, για δεκαετίες στα Ομοσπονδιακά
και Πολιτειακά Υπουργεία της Αυστραλίας, σαν Επιμορφωτική Σύμβουλος στο
Καρκινικό Συμβούλιο και στην Υπηρεσία Διαβητικών Αυστραλίας, ήρθε σε επαφή με τις
ιστορίες πολλών ανθρώπων.
Όπως μου είχε πει σε μία
συνέντευξη για το περιοδικό ΤΕΧΝΗΣ ΛΟΓΙΑ, το Σεπτέμβριο του 2015: «Τα
περισσότερα από τα διηγήματά μου, αναφέρονται σε υπαρκτά πρόσωπα και γεγονότα,
ψυχασθενείς που για χρόνια έβλεπα και βλέπω, στη δουλειά μου. Φυσικά, είναι
έτσι δοσμένα, ώστε να προστατεύεται στο έπακρο η ανωνυμία αυτών των ανθρώπων.
Μολονότι, οι περισσότεροι μου το ζήτησαν οι ίδιοι να γράψω την ιστορία τους και
μάλιστα επώνυμα! Όχι μόνον αυτό, αλλά κάποια άτομα, με πλησίασαν προσφέροντάς
μου σεβαστά ποσά, ως ανταμοιβή, για να γράψω για τη ζωή τους. Κάτι φυσικά που
ουδέποτε δέχτηκα. Σε άλλα διηγήματα,
όπως σε εκείνα στο βιβλίο «Γνεφολογήματα», αντλώ θύμησες για πρόσωπα, γεγονότα
κ.λπ., από τα παλιά και μερικά είναι αυτοβιογραφικά».
Ο δεύτερος λόγος είναι η χώρα που την
αγκάλιασε μετά τον ξεριζωμό από την πρώτη της πατρίδα
και την οδήγησε να ανακαλύψει αυτό που πάντα είχε σαν φλέβα μέσα της και
δονούσε τους παλμούς της καρδιάς της. Γιατί είναι ξεκάθαρο σε μένα, πως χάρις
στην αγκαλιά της Αυστραλίας, η Διονυσία, κατάφερε να ξεκλειδώσει τον
λογοτεχνικό της θησαυρό και να τον εκθέσει με τον γραπτό λόγο.
Από την ίδια συνέντευξη πάλι,
δεν μπορώ παρά να σας διαβάσω κάτι που θεωρώ εξαιρετικά επίκαιρο.
Στη ερώτηση: «Ποια είναι η γνώμη σου, Διονυσία, για την σημασία
της πολυπολιτισμικής εκπαίδευσης σε έναν τόπο και μάλιστα στην Ελλάδα, που έχει
τόσους μόνιμους πια κατοίκους από άλλες χώρες που ζουν και εργάζονται εδώ;»,
η απάντησή της αξίζει να μας προβληματίσει,
αναλογιζόμενοι τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στη Χώρα μας και στην μεταναστευτική
πολιτική που εφαρμόζει.
Είχε απαντήσει τότε η
Διονυσία: «Πολύ φοβάμαι, Κατερίνα μου, ότι η Ελλάδα έχει πολλή δουλειά να
κάνει ακόμα, αν ποτέ γίνει, για να προσπαθήσει να καλύψει τις γλωσσικές,
θρησκευτικές και πολιτισμικές ανάγκες των μονίμων πια «μεταναστών» που
βρίσκονται στη Χώρα.
Για να μπορέσω να αγγίξω και μόνο τη σημασία και σπουδαιότητα διατήρησης της μητρικής γλώσσας και του
πολιτισμού, ανθρώπων που για πολλούς και διαφόρους λόγους, υποχρεώθηκαν ή
επέλεξαν να ζουν εκτός της πατρίδας τους, θα πρέπει να διαθέσουμε πολλές ώρες
και πολύ μελάνι και χαρτί!
Γνωρίζω, ότι ο εδώ χώρος πολύ περιορισμένος, οπότε θα αρκεστώ μόνο
να κάνω μια ερώτηση:
Πού και πώς θα ήταν σήμερα ο Απόδημος Ελληνισμός αλλά και η Ελλάδα,
κι αριθμούμε κάμποσα εκατομμύρια, αν οι Χώρες υποδοχής, δεν μας επέτρεπαν να
διατηρήσουμε και να μεταλαμπαδεύσουμε στις επόμενες γενιές, τη γλώσσα, τα ήθη
και έθιμά μας και γενικά τον πολιτισμό μας; Μπορώ να το συνοψίσω σε λίγες
λέξεις μόνο. Ένα τεράστιο, πολύτιμο κομμάτι του Ελληνισμού, θα είχε χαθεί για
την Ελλάδα!».
Ο τρίτος και καθοριστικότερος λόγος, που απαντά στο ερώτημα:
«πώς η Διονυσία έχει το χάρισμα να γράψει ένα τέτοιας ποιότητας βιβλίο»,
είναι οι ρίζες της.
Σε όλα τα βιβλία αναφέρεται πολύ σε αυτό το θέμα. Η μάνα, ο
παπάκης, τα αδέλφια, το χωριό της, ο «Κραταιός Νόστος», που αποτελεί και τίτλο του πρώτου
πεζογραφικού της βιβλίου (έκδοση του Πανεπιστημίου RMIT: Royal Melbourne Institute of Technology), το 2000, μπόλιασαν με πνεύμα την ψυχή της και την έκαναν ευνοϊκή
παρατηρήτρια των μικρών και ασήμαντων, αλλά συγχρόνως και μεγάλων και
καταλυτικών για τη ζωή ενός ανθρώπου.
Είναι οι ίδιες ρίζες που σήμερα προσπαθούμε να μπολιάσουμε, να
φατσινάρουμε τα παιδιά μας, μέσα από θεατρικά και μουσικά σχήματα, όπως αυτό
που θα ακούσετε σε λίγο, από χορευτικά συγκροτήματα, μέσα από επισκέψεις στα μουσεία
και τα μνημεία μας, μέσα από το έργο συλλόγων & σωματείων, που μοχθούν καθημερινά
να μεταδώσουν στα νέα παιδιά το λαϊκό πολιτισμό, μέσα από τις γεύσεις της
παραδοσιακής μας κουζίνας, κόντρα στη μάστιγα του υπερτουρισμού.
Και γι’ αυτό τούτο το βιβλίο
της Διονυσίας Μούσουρα ξεχωρίζει, καθώς φροντίζει, με τον τρόπο της, αυτές τις
ρίζες, να τις μεταδίδει στα εγγόνια της και σε όλους εμάς.
Την ευχαριστούμε γι’ αυτή της την προσφορά, της ευχόμαστε υγεία και
περιμένουμε με ανυπομονησία και το επόμενο βιβλίο της.
Σας ευχαριστώ!