Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017

Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος μέσα από τα μάτια των εικαστικών στο πέρασμα του χρόνου.


Στο σύντομο χρόνο που είχα στη διάθεσή μου να ετοιμάσω την παρούσα εισήγηση, δεν πρόλαβα να προβληματιστώ για το θέμα που θα σας ανέπτυσσα, καθώς μέσα στις αυξημένες υποχρεώσεις μου ως μέλος της Οργανωτικής Επιτροπής, ο προβληματισμός θα αποτελούσε σπατάλη χρόνου εις βάρος της προσωπικής σχέσης που έχω αναπτύξει με το τιμώμενο πρόσωπο, από την εποχή κιόλας που κατέγραφα το μουσειακό υλικό του Μουσείου Σολωμού & Επιφανών Ζακυνθίων (1991), το αρχειακό υλικό του Μουσείου Ξενόπουλου (1998) και συμμετείχα σε δημοσιεύσεις (στα Επτανησιακά Φύλλα, Αφιέρωμα στο Γ.Ξ., τόμος ΚΛ, 3-4, Φθινόπωρο – Χειμώνας 2001, Ζάκυνθος, στο Λογοτεχνικό Ιστορικό & Λαογραφικό Ημερολόγιο «Ζάκυνθος» 2001 & 2002, επιμέλεια Διονύσης Ν. Μουσμούτης, στον  τιμητικό τόμο  «Φιόρα Τιμής» για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό, Ζάκυνθος 2009 για τα χειρόγραφα του Γρηγορίου Ξενόπουλου από τη "δωρεά Σταματίου Δέγλερη" στο αρχείο του Μουσείου Σολωμού & Επιφανών Ζακυνθίων), σε ανακοινώσεις στον τοπικό τύπο («Τέσσερα Γράμματα από τα Χιονισμένα βουνά της Αλβανίας και μια διαχρονική Αθηναϊκή Επιστολή του Γρηγορίου Ξενόπουλου, από το Αρχείο του Μουσείου Γρηγορίου Ξενοπούλου», -«ΕΡΜΗΣ», 28/10/1999,  «Η έκθεση για τα 50 χρόνια από το θάνατο του Γρ. Ξενόπουλου στο Μουσείο Σολωμού», «ΗΜΕΡΑ ΤΣΗ ΖΑΚΥΘΟΣ», 20/11/2001) και σε ομιλίες (Ο προσκοπισμός μέσα στο έργο  του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Ομιλία στην Ομάδα Συνεργασίας Παλαιών Οδηγών Ζακύνθου, Αίθουσα της Λέσχης «Ο Ζάκυνθος», Σάββατο 28 Γενάρη, 2012).


Επέλεξα λοιπόν μέσα στο διάστημα των 16 χρόνων που μεσολάβησαν από το συνέδριο με θέμα «Γρηγόριος Ξενόπουλος: 50 χρόνια μετά το θάνατό του… Συμβολή στην έρευνα του έργου του», που διοργάνωσε η Εταιρία Μελέτης, Έρευνας και Προαγωγής Πολιτισμού «Πλατύφορος», σε συνεργασία με το Κέντρο Μελέτης και Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου και το Ελληνικό Pen Club, στο νησί μας, από 16-18 Νοεμβρίου 2001, να συμπληρώσω την παλαιότερη ανακοίνωσή μου, με θέμα: «Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος μέσα από την εικόνα και το βλέμμα του εικαστικού καλλιτέχνη», αισθανόμενη απόλυτα ευγνώμων για τη συμμετοχή στις δύο σημαντικές επετείους του συγγραφέα στο νησί μας και εξετάζοντας την αλλοτινή μου προβληματική.

Από την άλλη, η Έκθεση Ζωγραφικής, με θέμα "Γρηγόριος Ξενόπουλος: 150 χρόνια από τη γέννησή του", που φιλοξενείται μέχρι 30 Δεκέμβρη στο Μουσείο Σολωμού & Επιφανών Ζακυνθίων και οργάνωσε η Περιφερειακή Ενότητα Ζακύνθου, με διευκόλυνε, με προκάλεσε και αν θέλετε με έκανε να ξανασκεφτώ τα συμπεράσματα της προ δεκαεξαετίας τοποθέτησής μου αναφορικά με τον τρόπο που οι εικαστικοί αποτυπώνουν τη μορφή του.
   Οι αλλοτινές παραδοχές ωστόσο: «ότι η όραση έρχεται πριν από τις λέξεις και ποτέ μα ποτέ δεν μπορεί να ταυτιστεί το εικαστικό δημιούργημα με την περιγραφή του», και: «ότι ο καθένας από μας βλέπει πάντα με τον τρόπο που θέλει να δει», είναι διαχρονικές και με βγάζει από τη δύσκολη θέση να σας παρουσιάσω τα καινούργια έργα που φιλοτεχνήθηκαν με θέμα τον Γ.Ξ. ξεκομμένα από την υποκειμενική σας πρόσληψη.
Αναζητώ ωστόσο τις γέφυρες με εκείνα τα έργα, προσπαθώντας παράλληλα να διερευνήσω το βαθμό επιρροής του Ξ. σήμερα στον ιδιαίτερο χώρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, αλλά και το κατά πόσο εκείνα τα έργα τέχνης αποτέλεσαν την απαρχή για τα σημερινά.
Έτσι θα προσπαθήσω να σας τα παρουσιάσω συγκριτικά, καταλύοντας σχολές, τεχνικές και γιατί όχι και ηλικιακές διαφορές και εκφραστικές αδυναμίες των επιμέρους έργων. Θα σας δείξω λοιπόν έργα χαρακτικής, ζωγραφικής, σχέδια, και γελοιογραφίες, αναφέροντάς σας ονομαστικά τους τότε και σήμερα εικαστικούς, εξαιρώντας την γλυπτική, που είχα παρουσιάσει τότε, καθώς στην τρέχουσα έκθεση δεν υπάρχει έργο που να ανήκει σ’ αυτή την έκφανση της εικαστικής  γλώσσας. (Το ανάτυπο βέβαια είναι στη διάθεση όποιου ενδιαφέρεται να γνωρίσει ποιους γλύπτες είχα εντοπίσει τότε, αλλά και η ηλεκτρονική μορφή της εισήγησης).
Τύχη αγαθή η επανεμφάνιση της Χαρακτικής στην Έκθεση μέσα από τη χθεσινή κιόλας δωρεά του κ. Διονύση Σέρρα προς το Μουσείο.
                                                  Πρόκειται για την ίδια χαρακτική απεικόνιση, αλλά σε μικρότερη διάσταση (73χ49 εκ. με το πλαίσιο), που είχε παρουσιαστεί στην προηγούμενη ανακοίνωση από το Μουσείο Ξενόπουλου, την οποία η ίδια είχε δωρίσει το 1999. Εκείνη είχε Νο 386, 1/20, και είναι έργο ενυπόγραφο.
Η Άρια Κομιανού-Κατσιρέα (1938-2015) ανήκει στη γενιά, που η χαρακτική στην Ελλάδα ανοίγεται σε νέες κατευθύνσεις. Από το 1958 μέχρι το 1960 μαθήτεψε κοντά στον Π. Σαραφιανό, ενώ από το 1960-1964 σπούδασε στην Α.Σ.Κ.Τ. χαρακτική με τον Κ Γραμματόπουλο. Στα έργα της, η χαρακτική δεν είναι πλέον «φυλακισμένη» στις μικρές και μεσαίες διαστάσεις. Η προσωπογραφία του Ξενόπουλου έχει σαν αφετηρία της τη γνωστή ρεαλιστική απεικόνιση, δεν σταματά όμως σ’ αυτή.
Η χαράκτρια παίζοντας με το άσπρο - μαύρο, κάνει ένα σουρεαλιστικό παιχνίδι με το χρώμα και καταφέρνει να εμψυχώνει τα σχήματα, κάνοντας τα να ξεπηδούν δυνατά. Επιβάλλει με τον τρόπο της τη μορφή του συγγραφέα Ξενόπουλου, σαν να θέλει να αποτρέψει οποιαδήποτε αντίρρηση πάνω στο θέμα αυτό. Ο Ξενόπουλος είναι συγγραφέας, ζει από τα γραφτά του, στηρίζεται σ’ αυτά, αναπνέει και ζει μέσα τους, και νυν και αεί. Η ατμόσφαιρα είναι ποιητική, ο χώρος ακαθόριστος, η αντίθεση άσπρου-μαύρου τονίζει τον εξπρεσιονισμό της μορφής του. Όπως ανέφερα η Κομιανού ήταν μαθήτρια του Κώστα Γραμματόπουλου. Εδώ βλέπουμε το 
χαρακτικό του Γραμματόπουλου που κόσμησε το εξώφυλλο της Νέας Εστίας, στο αφιέρωμα για τον Ξενόπουλο, το 1951. Η έκδοση προέρχεται από τη Βιβλιοθήκη του Μ.Σ.& Ε.Ζ. Ο Γραμματόπουλος με σπουδές χαρακτικής στην Α.Σ.Κ.Τ. κοντά στο Γ. Κεφαλληνό και ζωγραφικής στο Παρίσι, έχει εικονογραφήσει με ξυλογραφίες περισσότερες από εκατό εκδόσεις. Στο έργο του διακρίνονται οι σπουδές του στη ζωγραφική. Καταφέρνει να δώσει τη μορφή του Ξενόπουλου με μαλακές γραμμές, τρυφερότητα και γλύκα. Στο έργο αυτό διακρίνουμε τις απαρχές για τα αφηρημένα σχήματα, που είναι έτοιμος να καλλιεργήσει αργότερα, εξυψώνοντάς τα σε λυρικά σύμβολα με βάση μια κυβιστική αντιμετώπιση της πραγματικότητας, συμβάλλοντας κυρίως στη διαμόρφωση της έγχρωμης ξυλογραφίας.
Το χαρακτικό του Κώστα Γραμματόπουλου, του προικισμένου μαθητή του Γιάννη Κεφαλληνού, αξιοποίησε ζωγραφικά, με γνώση και μεράκι, η ζωγράφος Ελένη Γούναρη, στο πρόγραμμα του Συνεδρίου του ΠΛΑΤΥΦΟΡΟΥ (16-18 Νοεμβρίου 2001). Τα σκίτσα αυτά δώρισε η εικαστικός στο Μουσείο μετά το τέλος της ατομικής της έκθεσης με τίτλο: «ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ», που πραγματοποιήθηκε πέρυσι τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο και αποτελούν τώρα μέρος της μόνιμης συλλογής του Μουσείου.

Το πορτραίτο του Γρηγορίου Ξενόπουλου, που κοσμεί το κάλυμμα και το εξώφυλλο του βιβλίου «Αθανασία κι’ άλλα 24 διηγήματα (1924-1943), έκδοση «Οι Φίλοι του Βιβλίου», που τυπώθηκε το Σεπτέμβρη του 1944, είναι έργο και ξυλογράφημα του χαράκτη και ζωγράφου Δημητρίου Γιαννουκάκη, (1898-1991), που είχε και όλη την καλλιτεχνική επιμέλεια του βιβλίου. Ο Γιαννουκάκης, που σπούδασε ζωγραφική και χαρακτική στην Α.Σ.Κ.Τ. της Δρέσδης και στις Ecoles Libres του Παρισιού, εικονογράφησε πολλά βιβλία και χάραξε γραμματόσημα. Χρησιμοποιώντας με απόλυτη ασφάλεια στοιχεία του ρεαλισμού, μας έδωσε έναν Ξενόπουλο που χαρακτηρίζεται από πυκνή έκφραση και λιτή γραμμή. 
Τα τρία σχέδια με μολύβι της Άριας Κομιανού που δώρισε ο Διον.Σέρρας στο Μ.Σ.&Ε.Ζ., αναπλάθουν τα διδάγματα των δασκάλων της και με μεγάλη πλαστική ποιότητα εμπνέουν τα έργα των νεώτερων δημιουργών. Αυτά τα χαρακτικά και σκίτσα, επηρεάζουν με ελεύθερο μιμητικό ύφος τα έργα των μαθητών, που μετά την επίσκεψή τους στο Μουσείο για το εκπαιδευτικό πρόγραμμα που εκπονείται από το Νοέμβριο, μας κατέθεσαν στα πλαίσια της Έκθεσης.

      
       Και πιστέψτε με, δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά μετά την ολοκλήρωση της επίσκεψης στο Μουσείο, από την καταγραφή της εμπειρίας των παιδιών μέσα στην τάξη. Με την καθοδήγηση εμπνευσμένων εκπαιδευτικών, τα παιδιά έφτιαξαν έργα πραγματικά αξιόλογα, ολοκληρώνοντας έτσι την μελέτη του έργου του μεγάλου δημιουργού. Ευχαριστίες οφείλω εδώ στους εκπαιδευτικούς Μαρία Καμπίτση, Γιάννη Μπρούζο και Βάσω Σταθοπούλου, που μέσα από την δική τους προτροπή, οι μαθητές απέδωσαν την δική τους άποψη για τη μορφή του σπουδαίου λογοτέχνη.

Στο "Αναμνηστικόν Τεύχος για την Θεατρική Τριακονταετηρίδα του Γρηγορίου Ξενόπουλου 1895-1925", της Εταιρίας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, στη σελ. 67, ο γελοιογράφος Αντώνης Βώττης, αποδίδει προφίλ το συγγραφέα με παραμορφωμένη μύτη, το χαρακτηριστικό μουστάκι και τα γυαλάκια. Ο Βώττης (1890-1970), θεατρικός συγγραφέας και σκιτσογράφος, πρωτοεμφανίστηκε το 1912. Σημαντική είναι και η προσφορά του στην παιδική λογοτεχνία με τη συγγραφή και εικονογράφηση πεζών και έμμετρων κειμένων για παιδιά.
          Μη μου πείτε ότι το συγκεκριμένο κολάζ των παιδιών δεν έχει επηρεαστεί από αυτή τη γελοιογραφία του Βώττη; Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι το εκπαιδευτικό πρόγραμμα στο Μουσείο ολοκληρώνεται με επίσκεψη στη Βιβλιοθήκη και το Αρχείο, όπου τα παιδιά βλέπουν παλιές εκδόσεις έργων του Ξενόπουλου και χειρόγραφά του από τη δωρεά Σταματίου Δέγλερη.
Εδώ βλέπετε την αφιέρωση στην "Θεατρική Εκατονταετηρίδα": "Του αγαπητού μου Μ. Σιγούρου/ μ’ όλη μου την ευγνωμοσύνη/ για την πολύτιμη συμμετοχή/ Γ.Ξενόπουλος/ Αθήναι 1925» και την αφιέρωση από το εσώφυλλο του μυθιστορήματος «Λάουρα, το κορίτσι που σκοτώνει», εκδ. οίκος «Ελευθερουδάκης», εν Αθήναις 1921: «Του αγαπητού μου φίλου/ Μαρίνου Σιγούρου/ Καλό ταξείδι!/ Γ. Ξενόπουλος/ Πάσχα 1921». Στη «Λάουρα» δημοσιεύεται και ένα πορτραίτο του Ξενόπουλου από τον Μίκη Ματσάκη.
Ο Μίκης Ματσάκης, ήταν ζωγράφος και αγιογράφος (1900-;). Σπούδασε στο Παρίσι (1921-1927) και στο Μόναχο. Στο έργο του καταπιάνεται με τα πιο διαφορετικά θέματα, κυρίως όμως παρουσιάζει  ελληνικά τοπία και θάλασσες.
Στην προσωπογραφία του ο Ξενόπουλος παρουσιάζεται σοβαρός, προσηλωμένος στις σκέψεις του. Ίσως τον απασχολούν και τα πάγια οικονομικά του προβλήματα, όπως φαίνεται από την αλληλογραφία που έχει με την κόρη του Ευθαλία, από το αρχείο του Μουσείου Γρηγορίου Ξενόπουλου που μέρος της δημοσιεύετηκε στον ΚΑ’ τόμο, τεύχος 3-4 των «Επτανησιακών Φύλλων», με τίτλο: «Ανέκδοτες επιστολές και σημειώματα του Γρ. Ξενόπουλου προς την κόρη του Ευθαλία Ξενοπούλου-Νατσίου».

       Από τη «Λάουρα» είναι εμπνευσμένο το έργο του Γιώργου Μπράτη, για την οποία ο Ξ. στον πρόλογό του σημειώνει: «Πολλές στον κόσμο προδόθηκαν, όπως η Λάουρα από το Φρέντο της, μα λίγες σκότωσαν με το χέρι τους τον προδότη. Ε, αυτές βέβαια πρέπει να ‘χουνε κάτι το ιδιαίτερο. Και το ιδιαίτερο αυτό προσπάθησα να προσδιορίσω με την ψυχογραφία της Λάουρας. Το κατάφερα; Αυτό εγώ δεν μπορώ να το ξέρω. Η εντύπωση του αναγνώστη θα το κρίνει. Αν μάθω όμως πως το κατάφερα, έστω και λίγο, η χαρά μου και η καύχηση θα είναι μεγάλη, γιατί όσο κι αν εκτιμώ την ηθογραφία, όσο κι αν τη θεωρώ βάση και θεμέλιο κάθε γνήσιου θεατρικού έργου, την ψυχογραφία όμως τη βάζω πολύ πιο ψηλά, γιατί αυτή κυρίως μου φαίνεται η ουσία και ο σκοπός –ο καλλιτεχνικός πάντα σκοπός του μυθιστοριογράφου».
Το έργο του Γιώργου Μπράτη, με σπουδές στον Καναδά πάνω στον εξπρεσιονισμό, αποδίδει με την τεχνική που επιλέγει την ψυχογραφία που αποζητά ο Ξενόπουλος, δίνοντας ένα έργο με ιδιότυπο ύφος, που ανήκει στην πρωτοπορία των κινημάτων του 20ου αι.

Το ίδιο επιχειρεί και με το έργο του «Ελεημοσύνη», που είναι εμπνευσμένο από τους «Πρόσφυγες» του Ξενόπουλου. Ο πολιτικό – κοινωνικός προβληματισμός του καλλιτέχνη, θίγει ένα επίκαιρο ζήτημα της εποχής μας, αναδεικνύοντας τον Ξ. διαχρονικό ακόμα μια φορά και θυμίζοντάς μας και άλλα μυθιστορήματά του, όπως η «Η Σμυρνιά».

          Σε παραπλήσιο κλίμα κινείται και ο Ανίκητος Γιαννούδης, που γεννημένος στην Κύπρο το 1974, σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητή τον κ. Δ. Μυταρά και παράλληλα, σπούδασε Βυζαντινή τέχνη, Σκηνογραφία και Χαρακτική. Στο έργο του, που θυμίζει τα έντονα χρώματα του Ρουώ και του Βαν Γκογκ, η έντονη εσωτερική δράση από τα μυθιστορήματα, διαπερνά το πορτραίτο του λογοτέχνη, ο οποίος δονείται με χρώμα και φως, σπάζοντας τα περιγράμματα και την ηλικιακή εστίαση. 
      Το "Φιόρο του Λεβάντε" της Θάλειας Ξενάκη, λιτό και νευρώδες, αποδίδει τον Ξενόπουλο στην γνωστή στάση του σκίτσου με μολύβι της αδελφής του 
Χαρίκλειας Ξενοπούλου, που φιλοτεχνήθηκε τη χρονιά του θανάτου του (1951), και  δωρίθηκε στο Μουσείο Σολωμού, το 1968, μαζί με διάφορα άλλα προσωπικά του αντικείμενα. Το έργο δεν αποτελεί μια φωτογραφική απόδοση της μορφής του Ξενόπουλου, αλλά παρουσιάζει όλη την ευγένεια, την αρχοντιά και την τρυφερότητα της ψυχής του, από έναν άνθρωπο που ζούσε μαζί του μέχρι την τελευταία του στιγμή. Την ίδια αρχοντική στάση παρατηρούμε και στο έργο της Ξενάκη.
Στα δύο έργα φαίνονται και οι βέρες του Ξενόπουλου, τις οποίες δώρισε στο Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων το 1982, η κόρη του Ευθαλία. Τις περιγράφει μάλιστα ως εξής: «τα δακτυλίδια του πατέρα μου, τα οποία εσωτερικά δεν φέρουν σκαλισμένο το όνομά τους γιατί δεν θέλησαν να τα ξαναβγάλουν από τα χέρια τους και αυτό δείχνει τη γνησιότητά τους».


          Περισσότερο μετωπικός ο Ξενόπουλος του Πέτρου Παυλίδη με ένα δακτυλίδι εδώ, αποδίδεται σε ένα αξιοπρόσεκτο έργο. Το χέρι του αποτελείται από κολάζ εφημερίδων για να υποδηλώσει τη σχέση του συγγραφέα με τον Τύπο, ενώ πάνω στον δεξί του ώμο είναι γραμμένοι οι τίτλοι των έργων του. Αξίζει να σημειώσω εδώ, ότι ο γεννημένος το 1990 Φλωρινιώτης εικαστικός, εργάζεται σαν καθηγητής στο νησί μας και συμμετέχει στην Έκθεση με τρία έργα. Τι πιο ελπιδοφόρο από τους καθηγητές των παιδιών μας, ακόμα και αυτοί που έρχονται από μακριά και με δυσκολίες εργάζονται σαν αναπληρωτές ή μόνιμοι να προσπαθούν να προσπελάσουν τον πολιτισμό μας, να τον γνωρίσουν και οι ίδιοι και να μεταδώσουν γνώση; Γι’ αυτό και από τη θέση αυτή θα ήθελα να τους συγχαρώ!

Τα  άλλα έργα του Παυλίδη είναι «η Λιλή», 30×42εκ, παστέλ, και ακουαρέλες σε χαρτί και «η Οικία τσι Ζακύνθου»,  30×42εκ,παστέλ, μελάνι, κάρβουνο σε χαρτί. Προσέξτε το «τσι», που γράφει, δηλωτικό και αυτό της προσπάθειάς του να μας προσεγγίσει ιδιωματικά.
          Ένα άλλο σπίτι, αυτό της οδού Ευριπίδου, ζωντανεύει στο έργο του Μπάμπη Πυλαρινού, το οποίο έχει τίτλο: «Το σπίτι του Γρηγορίου Ξενόπουλου στην οδό Ευριπίδου μέσα από μια διήγηση του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη», 40χ60 εκ., ακρυλικό σε καμβά.
          «Ένα απόγευμα παίρνοντάς με από το χέρι με πήγε στα γραφεία της Διαπλάσεως των Παίδων- στον τρίτο όροφο κτηρίου της οδού Ευριπίδου- και μ΄ έγραψε συνδρομητή. Θυμάμαι τον Ξενόπουλο, με τα γυαλάκια του, που σηκώθηκε από το γραφείο του κι  ήρθε και με χάιδεψε ρωτώντας με τι ψευδώνυμο ‘ήθελα να πάρω, κι εγώ του αποκρίθηκα «Αιθήρ». Κι από τότε έγινα για χρόνια ο «Αιθήρ» της Διαπλάσεως των παίδων. «Η ζωή μου», Ναπολέων Λαπαθιώτης.
          Ο ποιητής του μεσοπολέμου Ν. Λαπαθιώτης (1888-1944), που ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία, το θέατρο και την μουσική, αυτοκτόνησε στις 8 Ιανουαρίου 1944, φτωχός και καταπονημένος. Το χρώμα που χρησιμοποιεί ο Πυλαρινός στο έργο του, ταιριάζει με το μελαγχολικό ύφος του Λαπαθιώτη. Η μαρτυρία όμως που καταγράφει από τα απομνημονεύματά του, παραπέμπει στα δεκάδες Διαπλασόπουλα, που πέρασαν από τις σελίδες του περιοδικού και άνοιξαν τα φτερά τους στον λογοτεχνικό ορίζοντα.
Ο Γιάννης Μπρούζος,  στα δύο μολυβοκάρβουνα σε χαρτί, που παρουσιάζει στην έκθεση,  εικονογραφεί δύο μυθιστορήματα του Ξ. : Το «Πλούσιοι και φτωχοί» και το «Τυχεροί και Άτυχοι». Και στα δύο, με κατάλυση της προοπτικής παρουσιάζει τα σημαντικά γεγονότα από την υπόθεση των μυθιστορημάτων, μεταμορφώνοντας το χαρτί του σε θεατρικό σκηνικό.
 Αξίζει να παρατηρήσουμε πώς στο «Πλούσιοι και Φτωχοί», ο Μπρούζος χτίζει με την πένα του γέφυρα ανάμεσα στους δύο διαφορετικούς κόσμους. Και στο βάθος η Ζάκυνθος, που στοιχειώνει αιώνια τη φαντασία του λογοτέχνη.


Την υπόμνηση της θεατρικής του ιδιότητας αναδεικνύει η Ελένη Γούναρη με τα έργα της: "Στη χρυσή τη χρυσή Φανερωμένη", 35Χ50, Μικτή Τεχνική και "Στην κόκκινη Αυλαία", 35Χ50, Μικτή Τεχνική. Στο πρώτο έχοντας και η ίδια σπουδάσει σκηνογραφία, δίνει για άλλη μια φορά το αγαπημένο της θέμα: διαπραγματεύεται ένα μνημείο του τόπου μας (εδώ τη Φανερωμένη), το οποίο προβάλλει μέσα από τη δημιουργική φαντασία του Ξ. και αποτυπώνεται σαν πλούτος πνευματικός μέσα στο έργο του. Η αλλοτινή Φανερωμένη άλλωστε δεν είναι ένα τυχαίο μνημείο. Συμπυκνώνει και εμπεριέχει ζωγραφική αιώνων, αρχιτεκτονική πρότυπο και αναδεικνύεται ως ο «χρυσούς τόπος» της φαντασίας της ζωγράφου και του συγγραφέα.
          Στο επόμενο έργο της γίνεται φανερή η ενασχόλησή της με τον σχεδιασμό κοστουμιών για θεατρικές παραστάσεις. Αυτή της η εμπειρία τη φέρνει πιο κοντά στον θεατρικό Ξ. Έτσι ξέρει πώς να τοποθετήσει την αρχόντισσά της μέσα στο έργο της, που μοιάζει   με μακέτα για θεατρικό. Το έργο της είναι καλά μοιρασμένο, όπως είναι άρτια δομημένο και κάθε θεατρικό έργο του Ξ.
         Με το έργο της "Στον Κόκκινο Βράχο", 100Χ70, Μικτή Τεχνική, η παράδοση και ο πολισμός της νέας Ζακύνθου, της Ζακύνθου του Ξ. έχει φύγει σε δεύτερο επίπεδο και προβάλουν μπροστά, τα απρόσωπα σώματα, του σύγχρονου, αλωμένου από τον κακής ποιότητας τουρισμό, ανθρώπου.

Σε τελείως διαφορετικό κλίμα και με διαφορετική τεχνική προβάλλουν τα δύο έργα του Κώστα Πλέσσα. Το " Double Big Bang", 50χ70cm,  μεικτή τεχνική σε χαρτί, και το  "Άτιτλο", 50χ70cm, μεικτή τεχνική σε χαρτί.

          Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι τα σχήματα και τα χρώματα που του γεννώνται στη φαντασία από την ανάγνωση των έργων του Ξ. και τη θέαση των θεατρικών του έργων. Καθώς βλέπουμε το δεύτερο φανταζόμαστε όλες τις μικρές παιδικές καρδιές που χτυπούσαν μέσα στη Διάπλαση!
          Την πολυσημία του έργου του Ξ. αποτυπώνει στα δύο έργα της η Νικόλ Κάπαρη. Στο ένα, η μορφή του προβάλλει στα ¾, ενώ στο άλλο, μετωπικά.
Και τα δύο ωστόσο φανερώνουν την πολυδιάστατη επίδρασή του Ξ. στην εποχή του, η οποία σπάζει χρόνο και τόπους και φανερώνεται επίκαιρος, ενδιαφέρων, ικανός να συγκινήσει ανθρώπους κάθε ηλικίας και φύλου.
          Αυτή τη συγκίνηση αισθανόμαστε στη θέαση των έργων της Έκθεσης στο Μουσείο, καθώς αντιλαμβανόμαστε ότι η ποικιλία στην εκφραστική τους διατύπωση αποδεικνύει τη μεγάλη συνάφεια που υπάρχει στο χώρο της Λογοτεχνίας και των Εικαστικών και την δύναμη για αναδημιουργία και ελευθερία στην έκφραση.
    Άλλωστε ποια μεγαλύτερη απόδειξη θα μπορούσαμε να βρούμε για την αξία του έργου του Ξ. από  την νέα καλλιτεχνική παραγωγή;
Και όπως είχα  σημειώσει  στον επίλογό μου στην προηγούμενη ανακοίνωση, ο Ε.Η.Gombrich στο βιβλίο του «Τέχνη και ψευδαίσθηση», εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1995, είχε γράψει: «υπάρχουν δυο τρόποι να γράφει κανείς ιστορίες: ένας με λέξεις, φράσεις και κεφάλαια, που τον αποκαλούμε λογοτεχνία και ένας άλλος με διαδοχικές εικόνες, αυτό που αποκαλούμε ιστορία με εικόνες».
 O Ξενόπουλος έγραψε με λέξεις, οι καλλιτέχνες που απεικόνισαν τη μορφή του έγραψαν με εικόνες κι εμείς οι θεατές τους και αναγνώστες του έργου του με τα μάτια της δικής μας φαντασίας, είμαστε και σήμερα κοντά του, στο Συνέδριο-Συμβολή στην έρευνα του έργου του, 150 χρόνια μετά τη γέννησή του...
Σας ευχαριστώ!