Mε μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε στα
Γιάννενα η εκδήλωση η αφιερωμένη στα «100 χρόνια
από την ίδρυση του Πατριωτικού Συνδέσμου Καλαρρυτών «Η ΠΙΝΔΟΣ», που είχε ως
θέμα την «φυγή» των Καλαρρυτινών στη Ζάκυνθο, και οργανώθηκε στα Ιωάννινα, την
Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016, στον Πολιτιστικό
Πολυχώρο «Δημ. Χατζής» (Παλαιά Σφαγεία), από την ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΗΠΕΙΡΟΥ, τον ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟ ΣΥΝΔΕΣΜΟ ΚΑΛΑΡΡΥΤΩΝ «Η ΠΙΝΔΟΣ», το ΜΟΥΣΕΙΟ
ΣΟΛΩΜΟΥ & ΕΠΙΦΑΝΩΝ ΖΑΚΥΝΘΙΩΝ και το ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ του ΔΗΜΟΥ
ΙΩΑΝΝΙΤΩΝ.
Στην
εκδήλωση αυτή μίλησαν ο κ. Aπόστολος
Κατσίκης, καθ. Παν/μίου Ιωαννίνων με θέμα Η
«Καλαρρυτινή αργυροτεχνία» και οι περιώνυμοι τεχνίτες του ασημιού. Από την
Πίνδο στη φιλόξενη Ζάκυνθο και στη Οικουμένη, και η Κατερίνα Δεμέτη,
αρχαιολόγος-Διευθύντρια του Μουσείου Δ. Σολωμού & Επιφανών Ζακυνθίων, με
θέμα: «Καλαρρυτινοί πρόσφυγες στη Ζάκυνθο
τον 19ο αιώνα. Η συμβολή τους στην άνθιση της
αργυροτεχνίας-αργυρογλυπτικής στο νησί». Την εκδήλωση χαιρέτισε η κ. Λιάνα
Ζέρβα, Πρόεδρος του Πατριωτικού
Συνδέσμου Καλαρρυτών και συντόνισε ο κ. Αλέξανδρος Φαρμάκης, μέλος του
Δ.Σ. της Εταιρείας Λογοτεχνών και Συγγραφέων Ηπείρου.
Η αργυρογλυπτική από τα πολύ παλιά
χρόνια είχε παρουσιάσει μια ξεχωριστή άνθηση στο νησί. Ασημένια δισκοπότηρα,
βατσέλια (δίσκοι), πουκάμισα εικόνων, πολυέλαιοι, κασελέτα, πολυκάντηλα, επικαλύμματα Ευαγγελίων και Αποστόλων,
θυμιατά, λειψανοθήκες, μανουάλια, αφιερώματα, αλλά και σερβίτσια, ποτήρια
μαχαιροπήρουνα στόλιζαν τα παλάτια και τις πολυάριθμες εκκλησίες του[1].
Η Τέχνη της αργυρογλυπτικής έχει
συνδεθεί κυρίως με τον ερχομό στο νησί των μεγάλων Καλαρρυτινών μαστόρων στα
προεπαναστατικά χρόνια. Αλλά και πριν φτάσουν οι φημισμένοι αυτοί τεχνίτες, η
αργυρογλυπτική παρουσίαζε μια ξεχωριστή άνθηση. Οι Καλαρρυτινοί της έδωσαν
μεγαλύτερη διάσταση και έμαθαν τα πολύτιμα μυστικά της τέχνης τους στους
ντόπιους.
Όπως γράφει ο Λεωνίδας Χ. Ζώης στο
βιβλίο του «Αι εν Ζακύνθω Συντεχνίαι»[2], η
τοπική Συντεχνία των Αργυροχρυσοχόων, στην οποία ανήκαν τότε και οι
ωρολογοποιοί, ιδρύθηκε στη Ζάκυνθο πριν
το 1668. 8εκ.)
Κατά τα προεπαναστατικά χρόνια και σ’
όλη τη διάρκεια της εθνεγερσίας, κατέφυγαν στη Ζάκυνθο πολλές οικογένειες
προσφύγων από την υπόδουλη Ελλάδα. Όπως σημειώνει ο Ντίνος Κονόμος, στη μελέτη
του: «Ηπειρώτες στη Ζάκυνθο, εκδ. Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα
1964», οι καταδιωγμένοι πρόσφυγες έβρισκαν στο νησί αδελφική συμπαράσταση κι
ευνοϊκούς όρους διαβιώσεως. Καταδιωγμένοι από τις επιθέσεις των Τούρκων του
Ιμπραήμ Πρεμέτη, άφησαν τα σπίτια και τις περιουσίες τους, έκρυψαν τους
θησαυρούς τους κι έφυγαν από το χωριό και ύστερα από μια τρομερή πορεία ως το
Μεσολόγγι, ζήτησαν από τον Άγγλο τοποτηρητή της Ζακύνθου και πήραν την άδεια να
εγκατασταθούν στο νησί (15 Αυγούστου 1821).
Οι Ηπειρώτες άφησαν έντονη τη σφραγίδα
τους στην οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική ζωή της αλλοτινής Ζακύνθου. Αγνοί,
εργατικοί, σεμνοί και πάντα στοχαστικοί, έφεραν στη Ζάκυνθο από την ονομαστή
πατρίδα τους όχι μόνο τη θαυμαστή τέχνη της χρυσοχοΐας και της αργυρογλυπτικής,
αλλά και το δραστήριο εμπορικό δαιμόνιο που άσκησε ευεργετικότατη επίδραση στην
οικονομική δραστηριότητα του νησιού[3].
Εμπορικά καταστήματα, εργοστάσια,
γραφεία εισαγωγών και εξαγωγών, χρυσοχοΐα, παντοπωλεία, ήταν σκόρπια σε διάφορα
σημεία της πόλης και ιδιαίτερα στον κεντρικό δρόμο της Πλατείας Ρούγας (οδός
Αλ. Ρώμα), στη γραφική Στράτα Μαρίνα (οδός Κων/νου Λομβάρδου) και δίπλα στην
Αγορά της Μέσα Μερίας. Ονομαστό ήταν για πολλά χρόνια το εμπορικό του Δάφνου,
που συνήθιζε στο τέλος κάθε χρόνου να βγάζει πολυτελέστατα αγιοβασιλιάτικα
παιγνίδια. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, παιδί, συγκινήθηκε τόσο μ’ έναν όμορφο
καραγκιόζη της βιτρίνας του Δάφνου, που αργότερα έγραψε γι’ αυτόν ένα από τα
καλύτερα διηγήματά του.
Τόση μάλιστα αναγνώριση είχαν στο νησί
αυτοί οι έμποροι, που μια συγκεκριμένη γειτονιά ονομάστηκε από τους ντόπιους Καλαρύτικα, κ’ έτσι έμεινε γνωστή ως τα
τελευταία προσεισμικά, δηλαδή τα πριν από τον καταστρεπτικό σεισμό του
Αυγούστου του 1953, χρόνια.
Φημισμένοι τεχνίτες του χρυσαφιού και
του ασημιού, όπως ο Αθανάσιος Τσιμούρης, ο Γεώργιος Διαμαντής Μπάφας, ο
Χριστόδουλος Βαρσάμης ή Γκέρτζος, ο Ιωάννης Μπλούτσος, ο Κωνσταντίνος Στάθης
και ο Γεώργιος Παπαστεφάνου, έρχονται από την Ήπειρο και ριζώνουν στη Ζάκυνθο,
δημιουργώντας αξιοθαύμαστα έργα τέχνης που στολίζουν εκκλησιές και αρχοντικά
της εποχής[4].
Από τα πιο ξεχωριστά δείγματα που
διασώθηκαν από την μανία του σεισμού και της φωτιάς του Αυγούστου του 1953
είναι το Ευαγγέλιο από τον Άγιο Διονύσιο που φιλοτεχνήθηκε από τον Αθανάσιο Ν.
Τζημούρη, το 1818. Τα σταχώματα του Τζημούρη, όλα ασημένια με επιχρυσωμένες
παραστάσεις, επάνω σε αργυρό βάθος διακοσμημένο με σαβάτι, χαρακτηρίζονται από
την αρμονική σύζευξη της βυζαντινής παράδοσης με στοιχεία της δυτικής τέχνης.
Ο άλλος
μεγάλος αργυρογλύπτης είναι ο επίσης Καλαρρυτινός Διαμάντης Μπάφας. Το
σπουδαιότερο αργυρόγλυπτο έργο του Μπάφα και ίσως ολόκληρης της ελληνικής
αργυροχοϊκής τέχνης του 19ου αι. είναι η λάρνακα, της οποίας ολόκληρη
η μπροστινή όψη γεμίζει με πολυπρόσωπη σύνθεση που παριστάνει την κοίμηση του Αγίου
Διονυσίου[5].
Στις
διαφάνειες που προβλήθηκαν παρουσιάστηκαν και περιγράφηκαν τα σημαντικότερα
σωζόμενα έργα που υπάρχουν στη Ζάκυνθο των Καλαρρυτών μαστόρων του
ασημιού.
Μια
αδελφοποίηση ανάμεσα στις δύο περιοχές θα μπορούσε να αναδείξει και άλλα κοινά
στοιχεία τους και να βοηθήσει κατά πολύ την έρευνα.
Το παρόν δημοσιεύτηκε και στο περιοδικό "Τέχνης Λόγια", Νο 24, 17.7.2016, που διανέμεται με την εφημερίδα ΗΜΕΡΑ ΖΑΚΥΝΘΟΥ, αρ. φύλλου 5245 |
[1] Διονύση Φλεμοτόμου, Ζακυνθινοί
Τεχνίτες, εκδ. ΕΟΜΜΕΧ-Δήμου Ζακυνθίων 1991, σελ.11
[2] Λεωνίδας Χ. Ζώης στο
βιβλίο του «Αι εν Ζακύνθω Συντεχνίαι» , εν Ζακύνθω 1893
[3] Ντίνου Κονόμου, Ηπειρώτες στη Ζάκυνθο, εκδ.
Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1964.
[4] Πόπης Ζώρα, Δύο μεγάλοι μαστόροι του ασημιού, Αθανάσιος
Τζημούρης – Γεώργιος Διαμάντης Μπάφας, έκδ. Εθνικός Οργανισμός Ελληνικής
Χειροτεχνίας, 1972.
[5] Πόπης Ζώρα: Ελληνική Τέχνη, Λαϊκή
Τέχνη, Εκδοτική Αθηνών 1994.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου