Ξεκινάμε την καινούργια χρονιά με
μια συνέντευξη, σ’ έναν άνθρωπο που κατ’ εξοχήν εκφράζει τον Πολιτισμό στο νησί
μας. Η συνεχής πολιτιστική του ενασχόληση και δράση, μέσα από επιστημονικές
μελέτες και ανακοινώσεις σε διεθνή και πανελλήνια συνέδρια, μέσα από
παρεμβατικά άρθρα στον τοπικό τύπο, μέσα από πολιτιστικά σωματεία και συλλόγους,
μέσα από ραδιοφωνικές εκπομπές-σταθμούς για τα τοπικά ραδιοκύματα, μέσα από την
ποιητική, τη συγγραφική, την πανεπτανησιακή, την «αιρετική» συχνά παρουσία του,
δε μας αφήνει περιθώρια για να σκιαγραφήσουμε προλογικά το προφίλ του. Και ο
μοναδικός λόγος είναι γιατί όλοι γνωρίζουμε το Διονύση Φλεμοτόμο. Θα πούμε μόνο
ευχαριστώ στον Φίλο, που δέχτηκε να συνομιλήσει μαζί μας.
1η Eρώτηση: Η φωταγώγηση του Κάστρου μας,
σηματοδοτεί μια άλλη εποχή για το μνημείο-σύμβολο, που δεσπόζει της πόλης μας.
Ποια είναι η γνώμη σου για την επίδραση των μνημείων-συμβόλων στη διαμόρφωση
της κουλτούρας ενός τόπου και πόσο πιστεύεις ότι τρώθηκαν οι μέρες μας από την κλειστή πλατεία Σολωμού;
Απάντηση: Mετά την
καταστροφή που είχαμε από το σεισμό του ‘53, το κάθε τι που έμεινε, ακόμα και
τα σπαράγματα, είναι απαραίτητο. Και εμείς όπως όλοι οι άλλοι χρειαζόμαστε την
συνέχεια του πολιτισμού μας, αλλά και στηρίγματα από το χθες για το σήμερα. Με
τον τρόπο αυτό έχουμε και μια συνέχεια και μια ευθύνη. Δυστυχώς μετά το σεισμό
και ιδίως τα τελευταία χρόνια, προσπαθούμε, επειδή δεν έχουμε ούτε την παιδεία
ούτε τη γνώση της ιστορίας μας, να δώσουμε μια νέα μορφή στην πόλη, αγνοώντας
το παρελθόν της. Εμένα όλα αυτά μου θυμίζουνε τη Γεωργία Βασιλειάδου στην
ταινία «Η Θεία από το Σικάγο», που πετά όλα τα παλιά έπιπλα που είναι για
αντίκες, πιστεύοντάς τα παλιατζούρες, αντικαθιστώντας τα με άλλα πολύ
υποδεέστερα, αγορασμένα από το Μοναστηράκι. Αυτό βέβαια είναι αποτέλεσμα έλλειψης γνώσης και
πολιτισμού. Σε αυτά τα πλαίσια βλέπω και το θέμα της πλατείας, που θέλαμε να
της δώσουμε μια σύγχρονη μορφή, άσχετη με την αισθητική μας, και εκείνο που με
ενοχλεί περισσότερο είναι πως την ετοιμάζουμε για υποδοχή τουριστών και όχι για
τη δική μας καθημερινότητα.
2η Eρώτηση: Υπήρξες από τις φωτεινές εξαιρέσεις
των εκπαιδευτικών που στο παρελθόν, ως εν ενεργεία δάσκαλος, και αργότερα, ως Υπεύθυνος Προγραμμάτων της
Α/θμιας Εκπ/σης, επισκεπτόσουν με σχολεία το Μουσείο Σολωμού, υλοποιώντας το
μάθημα της τοπικής ιστορίας, αλλά και ανταποκρινόμενος κάθε φορά στις
προσκλήσεις του Μουσείου για τα εκπαιδευτικά του προγράμματα. Πόσο σημαντική
θεωρείς τη συμβολή ενός μουσείου στην τοπική κοινωνία και πώς κρίνεις την
αδιαφορία των τοπικών αρχών για τα προβλήματα λειτουργίας τους;
Απάντηση: Ένα Μουσείο είναι πάντα ένας ζωντανός
οργανισμός και τα εκθέματά του δεν είναι για να μας θυμίζουν το χθες, αλλά για
να συνομιλούν μαζί μας. Ειδικά με το Μουσείο Σολωμού & Επιφανών Ζακυνθίων,
υπάρχει μια μεγαλύτερη ευθύνη, επειδή εκεί φιλοξενούνται πρώτα οι δύο μεγάλοι
μας ποιητές και ύστερα όλοι εκείνοι που θεμελίωσαν τον Πολιτισμό μας. Όπως
είπες και συ πολλές φορές και επαγγελματικά και προσωπικά έχω επισκεφτεί το
Μουσείο και έχω διαπιστώσει πως κάθε φορά τα εκθέματά του έχουν κάτι καινούργιο
να σου πούνε. Αυτό συμβαίνει με κάθε μουσείο. Νομίζω ότι η αδιαφορία των
τοπικών αρχών προέρχεται από έλλειψη αληθινής γνώσης και παιδείας και επειδή
αυτοί εξαρτώνται από τον κάθε ψηφοφόρο, τον Πολιτισμό τον έχουν περιορίσει στο
«άρτος και θεάματα».
3η Eρώτηση: «Αντι-κείμενα», ονομάζεται η
έκδοση, που κυκλοφόρησε το 2013, περιλαμβάνοντας ένα απάνθισμα από τα
δημοσιεύματά σου στον τοπικό τύπο. Θα
ήθελα τη γνώμη σου αναφορικά με το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού για
τέτοια άρθρα και αν ενστερνίζεσαι τη δική μου άποψη πάνω στη συγγραφή τους ,
ότι δηλαδή έχουν παιδευτικό χαρακτήρα ανεκτίμητης αξίας, λειτουργώντας
διασωστικά πάνω σε σημαντικά θέματα του επτανησιακού πολιτισμού, συνεχίζοντας μία μακρά πορεία επτανησίων
αρθρογράφων, όπως ο Δημήτριος Κοριατόπουλος, ο Κώστας Καιροφύλλας, ο Διονύσης
Ρώμας, ο Νίκιας Λούντζης, ο Στέλιος Τζερμπίνος, ο Γιάννης Δεμέτης, ο Νιόνιος
Μελίτας, ο Γιάννης Πομόνης-Τζαγκλαράς και πολλοί άλλοι.
Απάντηση: Θα απαντήσω με ερώτηση, η οποία περιέχει και
την απάντηση. Υπάρχει αναγνωστικό κοινό σήμερα στο νησί μας; Και αυτό γιατί
πιστεύω ότι για να υπάρχει δημιουργία δεν είναι απαραίτητοι μόνο οι λογοτέχνες
ή οι λόγιοι, αλλά και το κοινό που θα τους διαβάσει.
Παλιότερα
το κοινό αυτό υπήρχε και μάλιστα σε αυτό ανήκε και το μεγαλύτερο μέρος του Ζακυνθινού λαού, γι’ αυτό και τα τόσα έντυπα
που κυκλοφόρησαν και πραγματικά πρόσφεραν στον τόπο. Το κοινό αυτό σήμερα
συνεχώς λιγοστεύει και πιστεύω ότι κινδυνεύει να χαθεί. Αυτό όμως θα είναι και
το σταμάτημα του Πολιτισμού. Αν δούμε τα σημερινά περιοδικά και τις εφημερίδες,
όχι μόνο της Ζακύνθου, αλλά και τα υπόλοιπα, διαπιστώνουμε πως περιορίζονται
μονάχα σε φωτογραφικό υλικό με μικρά και απλοϊκά κείμενα. Αυτό όμως δείχνει
έναν λαό που δεν έμαθε να διαβάζει, άρα και να μη σκέφτεται. Με το κείμενο,
όπως είπαμε προηγουμένως και με τα εκθέματα του μουσείου, υπάρχει και διάλογος
και επιλογή. Σου επιτρέπει να έχεις τη γνώμη σου. Με την εικόνα όμως τα
πράγματα αλλάζουν. Σου επιβάλει αυτό που θέλει.
Γι’ αυτό
και η θλιβερή περίπτωση των ημερών μας: η τηλεόραση να μπορεί να εκλέγει ακόμα
και κυβερνήσεις.
4η Eρώτηση: Μια ερώτηση, που πάντα ήθελα να
σου την κάνω: Πότε ξεκίνησες να γράφεις ποίηση, πόσο σημαντικό είναι για σένα
και ποιος είναι ο αγαπημένος σου Έλληνας ποιητής;
Απάντηση: Πιστεύω ότι η ποίηση γεννιέται ή όχι μέσα σου.
Όσο και να σου φανεί παράξενο το πρώτο μου ποίημα γράφτηκε στην πρώτη
Δημοτικού. Θυμάμαι πως στην πρώτη έκθεση αντί να γράψω σε πεζό λόγο έγραψα με
στίχους. Ευτυχώς που η δασκάλα μου δεν το πήρε στραβά. Πάντα σα μαθητής είχα
και με δασκάλους και με καθηγητές μια μεγάλη αντίρρηση. Αυτοί λέγανε στο μάθημα
των Ελληνικών πως υπάρχουν δύο είδη λόγου: ο πεζός, που είναι και εύκολος και ο
ποιητικός, που είναι δυσκολότερος. Εγώ πάντα σαν το άκουγα απορούσα και έλεγα
πως το σωστό είναι ακριβώς το αντίθετο.
Πάντα μου άρεσε ο μεστός λόγος και πολλές
φορές δε σου κρύβω ότι δυσκολευόμουν να γράψω ακόμα και γράμμα, μια και με την
πρώτη γραμμή τα είχα πει όλα και μετά σκεφτόμουν πώς να γεμίσω τη σελίδα.
Επίσης πάντα μου άρεσαν οι ποιητές που
μπορούσαν να γράψουν λιτά και περιεκτικά. Σε αυτούς θα βάλω απαντώντας στην
ερώτησή σου όχι έναν αλλά τρεις: είναι ο
Σολωμός, ο Κάλβος και ο Καβάφης. Θυμάμαι, πως από μικρό παιδί, ξεφυλλίζοντας
την Ανθολογία του Περάνθη, σε αυτούς στεκόμουν. Είναι και σήμερα οι ποιητές που
διαβάζω και ξαναδιαβάζω. Θέλω να προσθέσω και έναν άλλο ακόμα, που δεν τον
έβαλα με τους άλλους γιατί μαζί του έχω περισσότερο μια φιλική σχέση: είναι ο
Ούγος Φώσκολος, που μεγάλωσα στη γειτονιά του, έπαιξα στο οικόπεδο του σπιτιού
του και από τα πρώτα μου βήματα κάθε πρωί, αντίκριζα απέναντί μου την πινακίδα
με το «Οδός Φωσκόλου». Εκτός από μεγάλο ποιητή, τον θεωρώ και μια κορυφαία
προσωπικότητα, και πιστεύω ότι εκφράζει περισσότερο από κάθε άλλον την Ζάκυνθο.
5η Eρώτηση: Για πάνω από 25 χρόνια, υπήρξες ραδιοφωνικός παραγωγός
σε διάφορες ραδιοσυχνότητες. Το 1989 στην εκπομπή σου «ναι μεν …αλλά», στην ΕΡΖ
του Σπύρου Χειμαριού μάλιστα, με είχες φιλοξενήσει ως τελειόφοιτη τότε
αρχαιολόγο. Τι πιστεύεις ότι λείπει σήμερα από τα ΜΜΕ και έχουν απολέσει την
παλιά τους εκείνη ρομαντική διάσταση; Η πληθώρα των media προάγει την ποιότητα της παρεχόμενης πληροφόρησης ή λειτουργεί
ανασταλτικά ως προς αυτή;
Απάντηση: Θα ξεκινήσω από το τέλος, λέγοντάς σου, πόσο
σοφό είναι εκείνο το «ουκ εν τω πολλώ το ευ». Είναι ακριβώς το ίδιο με τους
διάφορους πολιτιστικούς συλλόγους. Το ότι υπάρχουν πολλοί δεν θα πει ότι
παράγεται και πολιτισμός. Στις περισσότερες φορές συμβαίνει ακριβώς το
αντίθετο.
Πράγματι
το ραδιόφωνο έχει χάσει την παλιά του αίγλη και την λέξη ψυχαγωγία την
ερμηνεύει με τη σημερινή και όχι με την γνήσια, πρωταρχική της σημασία. Πολλές
φορές μάλιστα μπορώ να πω ότι και αυτό, όπως και η τηλεόραση, όχι μόνο δεν
προσφέρουν, αλλά αντίθετα κάνουν κακό. Ίσως και αυτός είναι ένας λόγος, που
κυριολεκτικά μέσα σ’ ένα βράδυ, άλλαξε και η αισθητική του νησιού μας. Έτσι
αυτό που για τους γονείς μας ήταν ξένο, για τις νεώτερες γενιές έχει γίνει
οικείο. Γνωρίζοντας τις ευαισθησίες των πριν από μας, έχω πολλές φορές
αναρωτηθεί: «τι ακούν οι Ζακυνθινοί, Χριστέ μου».
Παλιότερα από τα Μέσα Ενημέρωσης άκουγες
τον Τσαρούχη, το Χατζιδάκη, τον Κουν και πολλούς άλλους και μπορούσες να έχεις
μία συνομιλία μαζί τους. Σήμερα πολλές φορές, ειδικά στην τηλεόραση, όταν την
ανοίγω, βλέπω με λύπη μου παρουσιαστές και κοινό, που εκστασιάζονται ακούγοντας
κάθε μετριότητα. Θυμάμαι σκηνές, που οι παραπάνω, παρακολουθούν καψουροτράγουδα
ή τραγούδια δεύτερης και τρίτης επιλογής και το ύφος και η στάση τους δείχνουν
πως παρακολουθούν τουλάχιστον την Κάλλας στην Τραβιάτα! Το κακό είναι πως αν
κάμεις μια βόλτα στην πλατεία Ρούγα θα νομίζεις πως ζεις στην προέκταση ενός
σίριαλ.
6η Eρώτηση: Διονύση, τι είναι αυτό που σε
χαροποιεί και τι είναι αυτό που σε πληγώνει σήμερα στη Ελλάδα;
Απάντηση: Ανάποδος πάντα, θα απαντήσω ανάποδα: με
πληγώνει ο νεοελληνισμός. Με χαροποιεί ο ελληνισμός, όταν αυτός δεν ερμηνεύεται
σαν τζατζίκι, φουστανέλα και τσαρούχι.
7η Eρώτηση: Τα τελευταία χρόνια αποδημείς
συχνά στην Κέρκυρα. Τι είναι αυτό που σε τραβάει στο νησί των Φαιάκων και χάνω
την πρωινή σου επίσκεψη στο Μουσείο;
Απάντηση: Το ότι είμαι Επτανήσιος, και για μένα, όλα τα
Ιόνια νησιά, είναι πατρίδα μου. Η Κέρκυρα πιστεύω είναι πολύ πιο κοντά στη Ζάκυνθο
και οι Κορφιάτες μοιάζουν πολύ με μας. Είναι επίσης το μόνο νησί που διατήρησε,
έστω και φθαρμένο, το σκηνικό του, μια και τα υπόλοιπα τα ισοπέδωσε ο σεισμός,
η φωτιά, και η ανθρώπινη αδηφαγία. Όχι
μόνο στην Κέρκυρα, αλλά και στα άλλα νησιά μας νοιώθω πως βρίσκομαι στο χώρο
μου.
8η Eρώτηση: Τι ευχή θα έδινες στους αναγνώστες
μας για τη νέα χρονιά που ανοίγεται μπροστά μας;
Απάντηση: Το μόνο που μπορώ να ευχηθώ για να είμαι
ουσιαστικός είναι να αποκτήσουν παιδεία. Έτσι θα μπορέσουν να είναι ελεύθεροι
και ευτυχισμένοι.
ΔΙΟΝΥΣΗ,
Σ΄ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!!
Ευχαριστώ θερμά τον Παναγιώτη Χιώνη για τις φωτογραφίες της συνέντευξης, αλλά και τη φωτογραφία του εξαιρετικού εξωφύλλου του "Τέχνης Λόγια 13".
Ευχαριστώ θερμά τον Παναγιώτη Χιώνη για τις φωτογραφίες της συνέντευξης, αλλά και τη φωτογραφία του εξαιρετικού εξωφύλλου του "Τέχνης Λόγια 13".
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Τέχνης Λόγια", Νο 13 / 5125 / 13.01.2016, που διανέμεται
με την εφημερίδα "ΗΜΕΡΑ ΖΑΚΥΝΘΟΥ"