Kυρίες και Κύριοι, Αγαπητοί Φίλοι,
Εάν η χρονική
απόσταση είναι αυτή που καθορίζει τη σχέση μας με ένα πρόσωπο, τότε η μακρινή
χρονικά σε μας Ελισάβετ Μουτζάν- Μαρτινέγκου, θα ήταν μία μορφή δυσδιάκριτη και
δεν θα μας απασχολούσε στο ελάχιστο.
Η δύναμη
του έργου της ωστόσο και η στάση που η ίδια επέλεξε να επιδείξει μέσα στον
ασφυκτικό κλοιό της εποχής της, καταργεί το χρόνο και ο λόγος της φτάνει σήμερα
ζωντανός για να μας προβληματίσει.
Η
επιστημονική και συγχρόνως γλαφυρή προσέγγιση της κ. Ρουκανά και των ηθοποιών
που τον ζωντάνεψαν, μας την έφεραν ολοζώντανη απόψε, σ΄ αυτήν εδώ την αίθουσα.
Τι συμβαίνει
όμως όταν έχουμε ένα πρόσωπο, με το οποίο δεν μας χωρίζει χρονική απόσταση; Πόσο αντικειμενικά
μπορούμε να σταθούμε απέναντι στο έργο του; Είναι εύκολο να διαχειριστούμε το
συναίσθημα της πρόσφατης απώλειας, αφήνοντας πίσω τη συγκίνηση; Και πώς να αποκλείσουμε συναισθηματικά ντοκουμέντα, που
δικοί της άνθρωποι, μας πρόσφεραν με όλη τους την καρδιά, όταν πληροφορήθηκαν
το θέμα της αποψινής εσπερίδας;
Δεν σας
κρύβω, αγαπητοί φίλοι, ότι προβληματίστηκα
πάρα πολύ.
Έτσι
αποφάσισα να στηριχτώ στην Ποίησή της, με οδηγό τον κ. Τάκη Πετρόπουλο και στα συναισθηματικά
αυτά ντοκουμέντα, για να ξαναφέρω κοντά μας τη Μάχη Μουζάκη, που οι
περισσότεροι, αν όχι όλοι, γνωρίσατε προσωπικά.
Η ζωγράφος
Μαρία Ρουσέα, λοιπόν, επιστήθια φίλη της, μου εζήτησε να σας διαβάσω το
παρακάτω κείμενο με τίτλο «Από-ΧΩΡΙΣΜΟΣ», που έγραψε στις 9 Νοεμβρίου 2016,
ημερομηνία θανάτου της Μάχης:
…………………………………………………………………………………..
(Πρόκειται
για τον ποιητή, πεζογράφο και θεατρικό συγγραφέα Τάκη Δόξα (1913 – 1976), φιλολογικό ψευδώνυμο του Παναγιώτη Λαμπρινόπουλου.)
Ίσως θα
σκεφτεί κανείς ότι ξεκίνησα ανάποδα. Από το θάνατό της. Αλλά η ιδέα μου ξεκινάει από το ότι, αυτό
το γεγονός στη ζωή της Μάχης, είναι η αρχή για την δική μας συνειδητοποίηση της
χρονικής απόστασης από το φθαρτό της σώμα και η παραδοχή της ες αεί πνευματικής
της ζωής.
Εδώ η
Μάχη με τα μάτια των ζωγράφων, από το αφιέρωμα του ηλεκτρονικού περιοδικού
«Στον Ίσκιο του Ήσκιου», του π. Παναγιώτη Καποδίστρια.
Η Μάχη
Μουζάκη γεννήθηκε το 1920, στη Ζάκυνθο, από αγροτική οικογένεια.
Όταν
τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές της παρακολούθησε τρία χρόνια μαθήματα στη
Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Τα πρώτα της
ποιήματα άρχισε να τα δημοσιεύει το 1950 σε Αθηναϊκές εφημερίδες, όπως
«Βραδυνή», «Μάχη», «Φρουροί της Ειρήνης».
Στη Ζάκυνθο δημοσίευε στις εφημερίδες
«Αλήθεια» και «Πρόοδος», «Ζακυνθινή Ενημέρωση» και στη συνέχεια στις εφημερίδες
«Ημέρα της Ζάκυνθος» και «Ερμής».
Τα
ποιήματά της με την έλλειψη ομοιοκατάληκτου στίχου, προκάλεσαν αίσθηση στην
εποχή της.
Ο
Λεωνίδας Χ. Ζώης, το 1951, σε κριτική
του για ποιητική συλλογή λέει: «Κρίμα,
αληθινά κρίμα, που ενώ η φαντασία είναι τόσο διάθερμη και ζωηρή, η γλώσσα τόσο
ωραία και εκφραστική, βρίσκεται ο αναγνώστης μπροστά σε πεζοτράγουδα και συχνά
απαντά στροφές που δεν έχουν το ίδιο μέτρο και τους λείπει η ομοιοκαταληξία, η
κορνίζα της ποίησης»,.
Και η
Μάχη του απαντά στις 4-1-1951: «Σεβαστέ μου φίλε κ. Ζώη….Καθώς είδατε, γράφω
ελεύθερο στίχο. Δίχως μέτρα, ομοιοκαταληξία. Στη μοντέρνα ποίηση ο στίχος δε
χρειάζεται να ρέει. Αυτά τα μέτρα κι οι ρυθμοί της μέχρι σήμερα ποίησής μας δε
χρειάζονται. Σημασία έχει η ιδέα, ο τρόπος που θα διατυπωθεί το ποίημα. Μερικοί
νομίζουν πως ο ελεύθερος στίχος είναι πιο εύκολος από τον παλιό. Δυστυχώς,
είναι πιο δύσκολος.
Ένα τέτοιο ποίημα, με την τόση του ελευθερία,
πρέπει να είναι ποίημα και όχι πεζό. Να το πρώτο εμπόδιο που έχει να συναντήσει
ο ποιητής. Δεν είναι να διαβάσει στιχουργική, μετρική, και μαζί με την έμπνευσή
του να το φτιάξει, ή να παρακολουθήσει την Α ή Β σχολή ή τον ένα και τον άλλον
ποιητή. Δηλαδή, να γίνει το παράσιτο ξένης τεχνικής. Σ’ εμένα συμβαίνει το
αντίθετο: Θέλω τα ποιήματά μου να θυμίζουν εμένα και όχι παράσιτο. Θέλω να δώσω
δική μου μορφή.
Θ’
αναρωτιέστε, τι λέει αυτό το ρημάδι, δική της μορφή; Τόσοι και τόσοι σήμερα
παιδεύονται να βρουν νέα μορφή στην ποίηση.
Ναι, όμως εγώ δε ζητώ μια γενική νέα μορφή, αλλά τη δική μου να βρω.
Τη δική
μου; Ασφαλώς θα είμαι τρελή… Τι λέω; Μήπως δεν ξέρω πως όλα είναι εναντίο
μου; Κλεισμένη τις περισσότερες ώρες
μέσα σε τέσσερις τοίχους, δίχως σχολική εκπαίδευση, με καθόλου πνευματική
συντροφιά. Δίχως πολλά βιβλία... Μεγάλε μου φίλε, σκεφτήκατε τι ζητώ; Όχι να
γράφω ποιήματα, όπως τόσοι και τόσοι, αλλά κάτι το ξεχωριστό. Φτάσω δε φτάσω,
αδιάφορο. Ενδιαφέρον έχει να προχωρώ
παλεύοντας….».
Από το
Χρονικό Αναπνοής (1951-2001), αλληλογραφία-κριτικές συνεντεύξεις, εκδ. Αίολος,
Αθήνα 2003, θα ακούσουμε το ποίημα «Είπα».
Γι΄ αυτή
την πανίσχυρη, ατσάλινη, αλύγιστη θέλησή
της, οι φίλοι της την έλεγαν: «Η Κυρία ΘΕΛΩ».
Το 1953
εκδίδει ένα μικρό φυλλάδιο με τίτλο «Η Ζάκυνθος μέσα στις φλόγες» και το 1954
το πρώτο ποιητικό της βιβλίο «Μια Ζωή τραγουδάει».
Συνολικά
έχει εκδώσει περί τα 50 ποιητικά βιβλία, 6 τόμους αναδρομικά, 4 βιβλία πεζά, 2
ανθολογίες, 3 μεταφράσεις και παραμύθια.
Μετά το
1954, δημοσιεύει το 1956, 1963, 1965, 1966, 1968, 1970, 1971, 1973, 1974,
1975,1976, 1977, 1978, 1979, 1980, 1981, 1982, 1983, 1984, 1985, 1989, 1992,
1993, 1994, 1997, 1998, 1999, 2001, 2002, 2004, 2007, 2008. Μνημονεύω την
τελευταία ποιητική συλλογή: «Η απεραντοσύνη του Όντος», 2008.
Στις
διαφάνειες βλέπετε μία επιλογή από τις ποιητικές της συλλογές, αλλά και από
αυτές που την έχουν ανθολογήσει, όπως «Η Ζάκυνθος στην ελληνική και ξένη
ποίηση», που επιμελήθηκε ο Δ. Σέρρας.
Στο
βιβλίο «Σύγχρονη Ζακυνθινή Ποίηση 1951-1981», ανθολόγησε η ίδια 10 σύγχρονους ζακύνθιους
ποιητές (και με τον εαυτό της 11), που «η δουλειά τους διαθέτει οικουμενική
εμβέλεια και σωστή αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων της σύγχρονης ζωής»,
όπως λέει η ίδια.
Εκδοτικοί
οίκοι που συμπεριέλαβαν στις εκδόσεις τους τα βιβλία ήταν: η Δωδώνη, ο Κέδρος, η
Σύγχρονη Εποχή, ο Θουκυδίδης, ο εκδ. οίκος Αντιπαράλληλα, ο Γκοβόστης και ο Αίολος.
Έγραψε επίσης παραμύθια:
-«Ασημένια
παραμύθια» (Αργώ), α΄ έκδοση 1977, β΄ έκδοση 1978 (εξαντλημένα). Αναδημοσίευση
με τίτλο «Οι αχτίδες του γέλιου της» (Σύγχρονη Εποχή), 2005.
Αλλά και πεζά:
-«Πρισματική μου Ευδοξία» (Σύγχρονη
Εποχή),1987
-Η γυναίκα και τα
οξύμωρα» (Σύγχρονη Εποχή), 1991
-«Χλόη χάριτος» (Σύγχρονη Εποχή), 1993.
-«Τα βρέφη της
Ευτέρπης (Γκοβόστης).
Κατοίκησε
σε Αθήνα, Ζάκυνθο και Νέα Υόρκη. Ως Γυναίκα, Μάνα, Κόρη και Αδελφή, μετουσιώνει
σε ποιητικό λόγο κάθε γεγονός της προσωπικής της ζωής.
Με το
θάνατο της μάνας έρχεται «η ώρα της πέτρας». Της αφιερώνει την ποιητική
συλλογή: «Αγγέλικα, Η Κυρά των Κήπων», Αθήνα 1976.
Στην
εισαγωγή – αφιέρωση «Όσα δε σου έλεγα», μαθαίνουμε για τους προβληματισμούς της
σαν μικρό παιδί για την ύπαρξη του Θεού και
την υιοθέτηση της άποψης ότι ο Θεός υπάρχει παντού, ακόμα και στο πιο
μικρό σκουληκάκι, ενώ βουτηγμένη στο πένθος διαπιστώνει ότι με το θάνατο της
μάνας, που είναι η ίδια η ζωή, όλη η Φύση πενθεί.
Εδώ
φωτογραφία από το αφιέρωμα του ηλεκτρονικού περιοδικού «Στον Ίσκιο του Ήσκιου»,
του π. Παναγιώτη Καποδίστρια.
Από πού
όμως αντλεί την ποιητική της φλόγα; Μα από την πατρίδα της, τη Ζάκυνθο. Ο
Γιάννης Ανδρικόπουλος γράφει: «σε κάθε λέξη της, σε κάθε στίχο της, υμνεί τη
Ζάκυνθο, πονεί για τη Ζάκυνθο, νοσταλγεί την «περήφανη πηγή της». Έτσι
θεωρήθηκε η σημαντικότερη Ποιήτρια της Ζακύνθου τον 20οαι. Είναι
χαρακτηριστικοί οι τίτλοι των πρώτων
βιβλίων της: «Η Ζάκυνθος στις φλόγες» (1954), «Φωνές του Ιονίου» (1956), Οι
κήποι της Ζακύνθου (1958), «Ζακύνθου μεταμοσχεύσεις» (1982).
Έχει
πει: «όταν γράφω για την Ελλάδα, χωρίς να το καταλαβαίνω, οι μισοί στίχοι είναι
για την Ελλα-Ζάκυνθο…».
Συγκλονισμένη
από την καταστροφή του σεισμού του 1953, γράφει στις 13-8-1953, το ποίημα «Η
Ζάκυνθος μέσα στις φλόγες». Ας το ακούσουμε:
Η Μάχη
Μουζάκη είναι η πρώτη γυναίκα που μεταφράζει στα ελληνικά το «Άσμα Ασμάτων» του
Σολομώντα (5ος-3ος αι. π.Χ.). Ο Γιάννης Κορίδης στο περιοδικό ΕΡΕΥΝΑ
γράφει ότι «μόνον η γυναικεία ψυχοσύνθεση θα μπορούσε να αποδώσει το σύνολο του
μηνύματος, την αγωνία και τον πόνο, την αγάπη και τον έρωτα, τον κόσμο ολόκληρο
που υμνεί και δοξάζει το «Άσμα Ασμάτων».
Η Μάχη
όμως είναι και βαθιά πολιτικοποιημένο άτομο. Έτσι η Ποίησή της, που εμπνέεται
από τα πολιτικά γεγονότα της εποχής, την οδηγεί να διαλέξει την πλευρά του
αδικημένου. Η επιλογή γίνεται αβίαστα. Χωρίς να αισθάνεται ότι κάνει
στρατευμένη Ποίηση. Ίσως γιατί μέσα από την πλευρά αυτή βρήκε τον πρώτο δάσκαλο
που καθοδήγησε τα ποιητικά της βήματα.
Την
Πρωτοχρονιά του ’55, ο Μενέλαος Λουντέμης από την εξορία του Αη-Στράτη, της γράφει: «…Υπάρχει σ’ αυτή τη ζωή για τον κάθε αληθινό
ποιητή, μια χορδή ολότελα δική του, που περιμένει να την κρούσει ο ίδιος. Αν
δεν τη βρει, τότε θα πει ότι δεν είναι ποιητής. Για σας όμως είμαι γεμάτος
ελπίδες. Έχετε ένα έντονα δυνατό πάθος και μια πυρετική αίσθηση της ζωής, κι’
αυτό είναι μέταλλο που δεν χάνεται εύκολα εκτός αν το χαραμίσει κανείς ο
ίδιος». Και:
«Να διαβάζετε πολύ, μέχρι λιποθυμίας. Μόνο
έτσι θα διαμορφώσετε την πνευματική σας προσωπικότητα».
Και στις 8-2-1955: «….Θα ‘θελα να ‘χετε στο νου σας αυτό: Ότι στην ποίηση περισσότερη
σημασία δεν έχει αυτό που γράφουμε αλλά
αυτό που έχουμε τη δύναμη να σβήσουμε. Ν΄ αγαπάτε πάντα την πρώτη σας έμπνευση
αλλά να μην εμπιστεύεστε ποτέ τυφλά σ΄ αυτήν. Φευγάτε για λίγο και ξαναγυρίστε.
Μόνο τότε θα βρείτε τι του λείπει και –προπαντός- τι του περισσεύει…»
Φαίνεται
πως ακολούθησε πιστά τις συμβουλές του Λουντέμη. Έτσι είκοσι χρόνια αργότερα,
γράφει το ποίημα: «Σε όσες μανάδες δε θα ξανακούσουνε τ΄ αηδόνι». Το
περιλαμβάνει ο Διονύσης Σέρρας στο ποιητικό ανθολόγιο «Ζάκυνθος και
Πολυτεχνείο, 1973-1983». Ας ακούσουμε ένα απόσπασμα από το Χορό, γραμμένο στις
17 του Νοέμβρη 1973, ώρα 8 το βράδυ:
Η Μάχη όμως δεν ενδιαφέρεται μόνο για τα
γεγονότα της πατρίδα της. Όπως γράφει ο Γ. Ανδρικόπουλος «νοιώθει την ανάγκη να
παρηγορήσει ακόμα και το λαό της Χιλής, η ποιήτρια που δεν είναι παρά ένα μόριο
του Ιονίου».
Σε
συνέντευξη που έδωσε στο δημοσιογράφο - εκδότη Φίλιππο Συνετό για την ειδική
έκδοση της εφ. Εβδομάδα, που δημοσιεύτηκε στις 12/8/1992, λέει: «Πνευματικός άνθρωπος δεν μπορεί να
ονομάζεται όποιος δεν πάσχει για τα κακώς κείμενα. Προσπαθεί με λόγο και έργο.
Ο Λόγος είναι το αποτέλεσμα της πράξης. Αν αυτά τα δύο δεν συμβαδίζουν, δεν
γίνεται να είναι μια κάποια αξία στο κοινωνικό χάος που τον περιβάλλει. Όσο
περισσότερες αξίες υπάρχουν σε μια χώρα τόσο μεγαλύτερη είναι η ανάτασή της».
Σε αυτή
της την απόφαση κάνει μέτοχο και τη Φύση.
Στην
ποιητική συλλογή «Η Μελωδία ενός αναστήματος», η ανεμώνα του αγρού
μπουμπουκιάζει, ενδυναμωμένη από τη φλόγα της καρδιάς της Ποιήτριας. Θέλει και η
Φύση, η οποία επίσης καταδυναστεύεται από τις ανθρώπινες αποφάσεις, να παίρνει δύναμη και να παρασύρεται από την επαναστατική
ορμή της. Ας ακούσουμε το ποίημα «Ανεμώνα»:
Κυρίες
και Κύριοι, Αγαπητοί Φίλοι,
Από τις
εκατοντάδες σελίδες που έγραψε η Μάχη Μουζάκη και γράφτηκαν γι΄ αυτήν,
σταχυολόγησα λίγες μόνον γραμμές, στην προσπάθειά μου να φέρω ξανά το σχήμα της
κοντά μας. Όσο η εικόνα της απομακρύνεται, τόσο το έργο της σιμώνει
περισσότερο. Αποκτά αγέρωχο σχήμα και συναντά το έργο της Ελισάβετ.
Ας κρατήσουμε
μόνον λίγες ακόμα από τις γραμμές της πριν τα φώτα σβήσουν, μέσα από:
Βίντεο 1: Ανέκδοτη ποίηση Μάχης
Μουζάκη, από το αρχείο Ζακυνθίων Λογοτεχνών, της σελίδας kyklodioktos,
του e-περιοδικού «Στον ίσκιο του ήσκιου», του π. Παναγιώτη
Καποδίστρια, τον οποίο ευχαριστώ ακόμα μία φορά για την βοήθειά του να εισοδεύσω κι εγώ στον Κόσμο
της Μάχης.
Το
Τίποτα
Έχει
Σχήμα
Και
Ομορφιά
Πόσο
ωραία είναι η Ζωή!
Το
μαχαίρι στο ένα χέρι
Και
η Φωνή μου
Στη
Φωνή
Βίντεο 2:
Είδατε
το Απέραντο
Σε
σχήμα Πόνο,
Να
δαγκώνει Εμένα;
Κάτσε
Σώμα
Στη
Σιωπή
Να
γεννήσω τ’ άγνωστα.
Μες
το πληγωμένο Εγώ
Κλείνω
μάτια
Να
μη βλέπω
Πόνο
Πόνο
Γης.
Σας ευχαριστώ!
(Εκφωνήθηκε στο Πνευματικό Κέντρο Ζακύνθου, το Σάββατο 17 Ιουνίου 2017, στο αφιέρωμα της ΧΕΝ ΖΑΚΥΝΘΟΥ και του ΡΟΤΑΡΙΑΝΟΥ ΟΜΙΛΟΥ στις δύο Ζακυνθινές γυναίκες - πρότυπα της λογοτεχνίας : την Ελισάβετ Μουτζάν - Μαρτινέγκου και τη Μάχη Μουζάκη).